ECM CD


Tord Gustavsen Quartet
The Well


Tore Brunborg: τενόρο σαξόφωνο
Tord Gustavsen: πιάνο
Mats Elertsen: ακουστικό μπάσο
Jarle Vespestad: ντραμς

Το The Well, είναι ο πρώτος δίσκος του Νορβηγού πιανίστα και συνθέτη Tord Gustavsen που χρησιμοποιεί τη φόρμα του κουαρτέτου. Προηγήθηκε μια τριλογία με πιάνο τρίο (The Ground - Changing Places - Being There), ενώ ακολούθησε το άλμπουμ Restored Returned που εκδόθηκε το 2010 και αξιοποιούσε διάφορους συνδυασμούς σχημάτων από ντουέτο έως κουιντέτο.

Μετά από μια πυκνή περιοδεία, το κουαρτέτο κατέληξε στο στούντιο ηχογράφησης.: «Ήταν μια απόλυτα φυσική συνέχεια –λέει ο Gustavsen- . Οι μουσικοί που απαρτίζουν αυτό το γκρουπ είναι άνθρωποι που τους αρέσει να ταξιδεύουν, που απολαμβάνουν να παίζουμε μαζί, που τους αρέσει η μουσική μου».

Η διαδικασία της διαμόρφωσης των συνθέσεων είχε ξεκινήσει ήδη από την περίοδο της κυκλοφορίας του Returned, Restored καθώς η κατεύθυνση του κουαρτέτου ήταν από τότε ορατή. Το ρεπερτόριο διαμορφώθηκε αργά και σταθερά, έτσι όπως προτιμά ο ίδιος ο συνθέτης και κυρίως μέσα από το κοινό βίωμα των πολλών συναυλιών. Παρά το γεγονός ότι πολλές από τις συνθέσεις γράφτηκαν για να παρουσιαστούν στο Cheltenham Jazz Festival στην Αγγλία το 2011 και στο International Church Music Festival του Όσλο τον ίδιο χρόνο, είναι κυρίαρχο το ενιαίο ύφος που διατρέχει όλο το άλμπουμ. Για τον ίδιο είναι ίσως το πιο συμπαγές υλικό που έχει ηχογραφήσει ως τώρα.

Με βάση το γεγονός ότι το κουαρτέτο είναι ένα από τα πιο δραστήρια της Ευρώπης, συχνά η διαδικασία της σύνθεσης δεν είναι μια μοναχική υπόθεση που συμβαίνει σε συνθήκες απόλυτης συγκέντρωσης. Όπως περιγράφει και ο Tord, «συχνά οι ιδέες προκύπτουν κυριολεκτικά στο δρόμο μέσα σε ένα αεροπλάνο ή ένα ξενοδοχείο. Άλλοτε πάλι, μέσα από τη διαδικασία της απομόνωσης και της ησυχίας που επιβάλλεται ωστόσο να διαταραχθεί από την απόσταση, που είναι αναγκαία».

Στο εύλογο ερώτημα «Τελικά υπάρχει μια συγκεκριμένη συνταγή για να χτιστεί ένα άλμπουμ» ο Gustavsen απαντά: «Και ναι και όχι. Βέβαια υπάρχει πάντα ένα σχέδιο για τον δίσκο και πρώτα απ’ όλα οι συνθέσεις που θέλει κανείς να ηχογραφήσει. Πρέπει όμως πάντα να είμαστε πάρα πολύ ανοικτοί. Χωρίς ένα συγκεκριμένο σχέδιο έχεις πάντα τον κίνδυνο να παράγεις ένα αποτέλεσμα που είναι ασαφές ή θολό και αντίστροφα προσπαθώντας να τηρήσεις κατά γράμμα το «πρόγραμμα», να παραβλέψεις το γεγονός πως μια σύνθεση που λειτουργεί καλά σε συναυλιακό επίπεδο δεν μπορεί να λειτουργήσει στο στούντιο. Επιπλέον οφείλεις να είσαι ανοικτός για να μπορέσεις να αντιληφθείς τις δυναμικές που δημιουργούνται στη διάρκεια μιας ηχογράφησης. Για παράδειγμα στο The Well, ενώ η αρχική σκέψη ήταν να ηχογραφηθούν πολλές από τις συνθέσεις με ντουέτο ή τρίο, το κουαρτέτο ακουγόταν τόσο καλά όλο μαζί που αποφασίσαμε να το κρατήσουμε ως έχει. Αυτή η διαδικασία είναι εξαιρετικά συναρπαστική».

Παρά το γεγονός ότι ο Gustavsen είναι ηχητικά αναγνωρίσιμος και σε αυτό το άλμπουμ, οι νέες συνθέσεις θα λέγαμε πως διαφοροποιούνται από τις προηγούμενες:

Το ομώνυμο The Well έχει πιο περίτεχνες αρμονίες, οι μουσικοί παίζουν περισσότερο διατηρώντας βέβαια το αίσθημα του χώρου αλλά και τον μελωδικό πυρήνα της μουσικής που είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της μουσικής του Tord.

To Circling, κατέχει και αυτό έναν κεντρικό ρόλο στο άλμπουμ. Η μουσική αποπνέει την ατμόσφαιρα ενός μίνιμαλ γκόσπελ, που μέσα στην απλότητά της επιφυλάσσει για τον ακροατή πολλές μικρές ανατροπές. Αυτός ο συνδυασμός είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα γραφής του συνθέτη την τελευταία τριετία.

Μια ακόμα εξέλιξη στη ζωή του κουαρτέτου, είναι το γεγονός ότι o Gustavsen γράφει μουσική έχοντας στο μυαλό του συγκεκριμένα το γκρουπ. Μετά από τόση κοινή μουσική ζωή ο συνθέτης αναγνωρίζει τις ιδιαίτερες δυναμικές αλλά και την ιδιοσυγκρασία του κάθε μουσικού.

Ιδιαίτερη η παρουσία του Tore Brunborg που είναι η μελωδική φωνή του γκρουπ: ο λυρισμός μαζί με την δωρικότητα της ερμηνείας του είναι στοιχεία που αφήνουν το αποτύπωμά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της ακρόασης.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το

Gianluigi Trovesi
Gianni Coscia
Frère Jacques: Round about Offenbach


Gianluigi Trovesi: κλαρινέτα
Gianni Coscia: ακορντεόν


Oι δυο μας φίλοι έχοντας τις ρίζες τους στη jazz αλλά και την περιέργεια κάποιου, που κάποτε τον συγκίνησε το καν-καν, γλιστρούν χωρίς να το καταλάβουμε (πιθανότατα ούτε και οι ίδιοι) στο swing και στο rhythm ‘n’ blues, προφανέστατα όχι προς αναζήτησιν Offenbach, αλλά μάλλον προς αναζήτησιν εαυτού.

Για να το πούμε διαφορετικά, οι δυο μουσικοί, έχουν την πεποίθηση πως η μουσική είναι μια περιπέτεια που παίρνει το δρόμο της μέσω της μνήμης και της προσδοκίας, καθώς κάθε συνθέτης έγραψε μουσική προσβλέποντας σε ένα διηνεκές στη μουσική του μέλλοντος. Στη δική τους περίπτωση, αυτό το τελευταίο είναι κάτι παραπάνω από προφανές. 
Ουμπέρτο Έκο

Aυτά γράφει ο Ουμπέρτο Έκο στο τρίτο κατά σειρά σημείωμά του στην έκδοση που συνοδεύει το cd Round about Offenbach. Το άλμπουμ αυτό εκδίδεται ως συνέχεια της συνεργασίας του Gianluigi Trovesi και του Gianni Coscia ενώ προηγήθηκαν το In Cerca di cibo, όπου ήταν μια περιήγηση στις συνθέσεις του Μιλανέζου συνθέτη Fiorenzo Carpi και το Round About Weill, ένα πνευματώδες και τρυφερό αφιέρωμα στη μουσική του Kurt Weill.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το


Jon Balke / Batagraf
Say and Play

Jon Balke πιάνο, πλήκτρα, ηλεκτρονικά, νταραμπούκα, κρουστά
Helge Andreas Norbakken sabar, gorong, djembe, talking drum, κρουστά
Emilie Stoesen Christensen φωνή
Erland Dahlen ντραμς
Torgeir Rebolledo Pedersen απαγγελία


Έξι χρόνια μετά από το Statements, τον πρώτο δίσκο του Jon Balke σε συνεργασία με το πολυτάλαντο γκρουπ Batagraf επιστρέφει με νέα σύνθεση και προτεραιότητες. Τα κρουστά ως γλώσσα και ο λόγος ως μουσική είναι το αντικείμενο του νέου αυτού δίσκου.

Ο Jon Balke εξηγεί: Στην κουλτούρα Orisha των Yoruba της Νιγηρίας, ο τρόπος που επιβιώνουν και παραμένουν ζωντανά τα κρουστά στην Κούβα, τα μοτίβα του τύμπανου Bata που συμβολίζουν τα ιερά κείμενα, ενώ στην αραβική μουσική τα μετρικά μοτίβα προέρχονται από τις γραμμές της ποίησης. Στην κουλτούρα των Wolof, τα bakas είναι μικρά προσωπικά ποιήματα που διατυπώνουν την ταυτότητα ενός μουσικού που παίζει κρουστά και την ιερή του αποστολή στη ζωή. Εμπνευσμένοι από αυτές τις πλούσιες παραδόσεις, το Say and Play προσπαθεί να αξιοποιήσει την εσωτερική ενέργεια και τη δημιουργικότητα των πολιτισμών, και συνεχίζει να εξερευνά τη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και τους ρυθμούς. Ένα ακόμα στοιχείο που στέκεται καθοριστικό για μας είναι η γλώσσα που είναι εμπνευσμένη από τους ρυθμούς
της φύσης, όπως αυτή της ποίησης του Torgeir Rebolledo Pedersen:

Άκου!
πως ένα σύννεφο απαντά, / σε μια βροχή που πλέει
και μες τα δάχτυλα 100 / φορές παίζει τη φτέρη
πως το Φθινόπωρο απαντά / ξανά στο Καλοκαίρι
με τι ρυθμό ο Ουρανός / πέφτει στη γη και κλαίει.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το


Franz Schubert
Fantasie D-Dur / Rondo h-Moll / Sonate A-Dur


Carolin Widmann: βιολί
Alexander Lonquich: πιάνο

Ένα ποίημα όπου αλλάζουν μαγικά, τα ιριδίζοντα χρώματα, οι μελωδίες, οι συνηχήσεις
Hans-Klaus Jungheinrich

Αυτή η συναρπαστική ηχογράφηση της μουσικής του Franz Schubert σηματοδοτεί την πρώτη δισκογραφική καταγραφή της συνεργασίας της βιολονίστας Carolin Widmann και του πιανίστα Alexander Lonquich, η οποία εξελίσσεται εδώ και τέσσερα χρόνια. Για πρώτη φορά συναντήθηκαν στο φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ το 2008, όπου ερμήνευσαν Messiaen. Τον επόμενο χρόνο ένα ρεσιτάλ έφερε τον Lonquich στη Ρώμη όπου παρότρυνε την Widmann να δουλέψουν μαζί πάνω στη μουσική του Schubert για βιολί και πιάνο.

Το άλμπουμ που ηχογραφήθηκε στο ιστορικό συναυλιακό χώρο Reitstadl Neumarkt, το ντουέτο ερμηνεύει την Φαντασία σε Ρε Μείζονα του 1827, τη Σονάτα για βιολί σε Λα Μείζονα του 1817, καθώς και το Rondo σε Σι ελάσσονα του 1826. Εάν η επιρροή του Μπετόβεν εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την σονάτα του 1817, τα κατοπινά έργα παραμένουν εντυπωσιακά στην πρωτοτυπία τους. Οι συνθέσεις αυτές γράφτηκαν κατόπιν αιτήματος δύο δεξιοτεχνών από τη Βιέννη, των Josef Slawik και Karl Maria von Bocklet, μα ξεπερνούν κατά πολύ την «απλή» δεξιοτεχνία. Ο Lonquich τις περιγράφει ως «παράδοξες», συνθέσεις καθότι ενώ είχαν σχεδιαστεί ως δεξιοτεχνικές, θα μπορούσε να πει κανείς ότι παράγουν ένα μεταφυσικό συναίσθημα: «Ο Schubert είναι ένας μεγάλος οδοιπόρος της μουσικής. Πορεύεται μέσα από ισχυρές αντιθέσεις και λεπτεπίλεπτη αρμονική ανάπτυξη. Κι ενώ έχει καταγραφεί ως ο μεγάλος συγγραφέας της μελωδίας, παράλληλα διατηρεί εξαιρετικές αρμονικές εντάσεις σε όλο το συνθετικό του έργο». Η Carolin Widmann προσθέτει: «Υπάρχει μια αμφιθυμία στο έργο του Schubert: πόνος και ομορφιά εκφράζονται με την ίδια ένταση. Ακούω την αυστριακή ύπαιθρο στη μουσική μου όταν παίζω και την ίδια στιγμή έχω αυτό το αίσθημα της ανάτασης στους ουρανούς. Νομιζω ότι η μεγάλη τέχνη είναι ακριβώς αυτός ο συνδυασμός του γήινου με το υπερβατικό».

Oι μουσικοί μελετούν και κατανοούν με ουσιαστικό τρόπο τις αλλαγές στη μουσική του Schubert μακριά από κάθε σύμβαση: «Μέσα από την επιμονή της ρυθμικής γλώσσας του Schubert, πολύ συχνά δεν είναι σαφές ποιο όργανο παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Υπάρχει μια συνεχής μετατόπιση της έμφασης που παραπέμπει στον Ligeti. Αυτό που είναι συναρπαστικό στην ερμηνεία του ντουέτου είναι η αίσθηση ότι τα όργανα πρέπει να ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση αλλά να μην καταναλώνονται σε μια εκ του σύνεγγυς εξίσωση, να αναπνέουν μαζί αλλά ταυτόχρονα, να διατηρούν την αυτονομία τους.

Και οι δύο μουσικοί έχουν ηχογραφήσει εξαιρετικούς δίσκους για την ECM New Series. H πιο πρόσφατη ηχογράφηση της Carolin Widmann είναι οι Σονάτες για βιολί του Schumann (με τον Dénes Várjon) καθώς και η ζωντανή ηχογράφηση Phantasy of Spring (με τον Simon Lepper, σε συνθέσεις των Feldman, Zimmerman, Schoenberg και Ξενάκη). Έχει επίσης υπάρξει σολίστ στις ηχογραφήσεις του Erkki-Sven Tüür Noësis και Strata.

Ο Alexander Lonquich έχει ηχογραφήσει για την ECM New Series σόλο πιάνο δίσκους ερμηνεύοντας τη μουσική των Robert Schumann, Heinz Holliger Olivier Messiaen, Maurice Ravel, Gabriel Fauré, και έχει συμμετάσχει στο άλμπουμ Odradek του Gideon Lewenshon.

Η παρούσα ηχογράφηση κυκλοφορεί σε μια περίοδο που οι δυο μουσικοί δουλεύουν για την πρεμιέρα της παράστασης Gefaltet, μια συνεργασία της χορογράφου Sasha Waltz και του συνθέτη Mark André, που πρόκειται να παρουσιαστεί στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Mozartwoche 2012 στο Salzburg.

Γεννημένη στο Μόναχο, η Carolin Widmann σπούδασε βιολί με τον Igor Ozim στην Κολωνία, την Michèle Auclair στη Βοστώνη και τον David Takeno στο Λονδίνο. Έχει εμφανιστεί ως σολίστ με την Gewandhaus-Orchester της Λειψίας, Την Εθνική Ορχήστρα της Γαλλίας, την Ορχήστρα της Santa Cecilia της Ρώμης, την Ορχήστρα Tonhalle της Ζυρίχης, την RSO της Βιέννης, την Συμφωνική Ορχήστρα του BBC του Λονδίνου, την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου και την Φιλαρμονική της Κίνας, συνεργαζόμενη με μαέστρους όπως ο Riccardo Chailly, ο Sir Roger Norrington, ο Silvain Cambreling, ο Vladimir Jurowski, ο Emanuel Krivine, ο Peter Eötvös και ο Heinz Holliger. Η Carolin Widmann πρόκειται να ερμηνεύσει σε παγκόσμια πρώτη παρουσίαση το Κονσέρτο για Βιολί Still της Rebecca Saunders με την Συμφωνική Ορχήστρα του BBC υπό τη διεύθυνση του Sylvain Cambreling.

Ο Alexander Lonquich γεννήθηκε στην πόλη Trier της Γερμανίας. Το 1976, σε ηλικία 16 ετών απέσπασε το πρώτο βραβείο από τον διαγωνισμό Casagrande στην πόλη Τerni της Ιταλίας και έκτοτε είναι ένας περιζήτητος μουσικός σε διεθνές επίπεδο. Έχει συνεργαστεί στενά με τον Claudio Abbado, τον Kurt Sanderling, τον Ton Koopman, τον Emannuel Krivine και ιδιαίτερα με τον Sandor Vegh. ΄Εχει συνεργαστεί επίσης με πολλές ορχήστρες, ανάμεσά τους η Mahler Chamber Orchestra, η Camerata Academia Salzburg, και η Orchestra da Camera di Mantova. Παίζει μουσική δωματίου με τους Heinz Holliger, Joshua Bell, Tabea Zimmermann, Thomas Demenga, Shlomo Mintz, Steven Isserlis, Myklos Perényi και άλλους διακεκριμένους μουσικούς.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το 

Benjamin Britten
Johann Sebastian Bach
György Ligeti
 
Britten / Bach / Ligeti

Miklós Perényi: violoncello
Benjamin Britten Third Cello Suite  op. 87
Johann Sebastian Bach Suite VI  D-Major BWV 1012
György Ligeti Sonata

Ο Miklós Perényi σε συνεργασία με τον András Schiff το 2001 έως το 2002 ηχογράφησαν ολοκληρωμένη, την μουσική για τσέλο και πιάνο του Μπετόβεν (ECM 1819-20). H ηχογράφηση έλαβε θριαμβευτικές κριτικές και σχόλια ενώ απέσπασε δυο διεθνή βραβεία (Cannes Classical Award, Jahrespreis der Deutschen Schallplattenkritik). Είχε προηγηθεί μια ακόμη σημαντική ηχογράφηση με τη συμμετοχή του τσελίστα το 1995, όπου παρουσίαζε τη μουσική για έγχορδα του György Kurtág (ECM New Series 1598).

Το άλμπουμ Britten / Bach / Ligeti είναι η πρώτη σόλο παρουσία του καλλιτέχvη στην ECM. H ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε στην εξαιρετική ακουστική της αίθουσας του Auditorio Radiotelevisione Svizzera του Λουγκάνο, ιδανική για το δυναμικό εύρος του ήχου του τσελίστα. Όπως ο Paul Griffiths σημειώνει «Ο Perenyi με την ερμηνεία του μας κάνει κοινωνούς μιας βαθύτερης γνώσης αλλά και αίσθησης του οργάνου. Άκουσμα γήινο και συγχρόνως δυνατό, καθορίζει και καθορίζεται από τη σύνθεση. Ο Perényi αναδεικνύει όλα τα χρώματα του τσέλου: ζεστό, σοφό και παιγνιώδες οι ηχητικές δυνατότητες του οργάνου δίκαια το ανέδειξαν ιστορικά ως ένα εξέχον σολιστικό όργανο».

Η ηχογράφηση ξεκινά με την Τρίτη Σουίτα op. 87 του Benjamin Britten και ακολουθεί η Έκτη Σουίτα του Bach (VI D-Major BWV 1012). Ένα ρεπερτόριο υφολογικά πολύ διαφορετικό, που φωτίζεται όμως από μια ιστορική σύνδεση: Ο Britten έγραψε τις σουίτες για τσέλο για τον Rostropovich, εμπνευσμένος από αυτόν, όταν τον άκουσε να παίζει τις σουίτες του Βαch. O Rostropovich θεώρησε τις σουίτες του Britten ως αριστουργήματα, αλλά ξεχώρισε την Τρίτη -γράφτηκε το 1971- την οποία χαρακτήρισε ως «απόλυτα μεγαλοφυή». Μέσα στον θεματικό ιστό του υλικού του, ο Britten έπλεξε να συνυφαίνονται θραύσματα μελωδιών από ρωσικά λαϊκά τραγούδια που τους επιτρέπει να εμφανίζονται πλήρως στην τελευταία κίνηση.

Ο Perényi ερμηνεύει τη Σουίτα του Bach με μια διάθεση σχεδόν χορευτική γεμάτη από κομψότητα και ενέργεια.

Το άλμπουμ ολοκληρώνεται με μια επιστροφή στην Ουγγαρία, καθώς ο Perényi ερμηνεύει τη Σονάτα για τσέλο του Ligeti. Η σονάτα γράφτηκε από το 1948 μέχρι το 1953, αλλά δημοσιεύτηκε το 1979. Με έναν περίεργο τρόπο, χρονολογικά, είναι και πριν και μετά το έργο του Britten. Ανεξάρτητα από αυτό, έχουμε μπροστά μας ένα σπουδαίο δείγμα γραφής του σύγχρονου ρεπερτορίου που ξεχειλίζει από δύναμη και βάθος από έναν συνθέτη ο οποίος είχε και ο ίδιος μελετήσει το βιολοντσέλο.

Γεννημένος στην Ουγγαρία, ο Miklós Perényi ξεκίνησε το τσέλο στην ηλικία των 5 ετών με τον Miklós Zsámboki, μαθητή του David Popper. Στην ηλικία των 9 έτών δίνει το πρώτο του κονσέρτο στη Βουδαπέστη. Στη συνέχεια από το 1960 έως το 1964 συνεχίζει τις σπουδές του στη Ρώμη με τον Enrico Mainardi και στη Βουδαπέστη με τον Ede Banda. Το 1963 αποσπά ένα βραβείο στον διεθνή Διαγωνισμό Pablo Casals Cello Competition στη Βουδαπέστη.Ο Casals τον προσκαλεί στα σεμινάριά του στο Πόρτο Ρίκο το 1965 και το 1966. Στη συνέχεια υπήρξε συχνός καλεσμένος του φεστιβάλ του Marlboro.

Από το 1974 έως το 1980 δίδαξε στην Ακαδημία Franz Liszt της Βουδαπέστης. Το 1980 τιμήθηκε με το βραβείο Kossuth και το 1987 με το βραβείο Bartók-Pásztory. Παράλληλα με τη διδαδκαλία ο Perényi έχει συνθέσει μουσική για τσέλο καθώς και για μικρά και μεγάλα μουσικά σύνολα.

Συνεργάζεται στενά με τον András Schiff για πάνω από μια εικοσαετία. Πρόσφατα έχουν παρουσιάσει τη δουλειά τους στην αίθουσα της Φιλαρμονικής της Κολωνίας, στο φεστιβάλ της πόλης Schwetzingen, στο Wigmore Hall του Λονδίνου, στην 92|Υ της Νέας Υόρκης. Ένας επίσης μόνιμος συνεργάτης του είναι και ο πιανίστας Dénes Várjon, του οποίου το σόλο άλμπουμ του Precipitando, κυκλοφόρησε πρόσφατα από την ECM New Series.

Η έκδοση που συνοδεύει το cd περιλαμβάνει ένα εισαγωγικό κείμενο του Paul Griffiths.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ


Αγοράστε το



Berg / Janáček / Liszt
Precipitando


Dénes Várjon πιάνο

«Ίσως να είναι η λάμψη της ερμηνείας του Dénes Várjon που κάνει να φαίνεται ό,τι παίζει εδώ καινούργιο. Όλα δείχνουν ως μια απαρχή, και όπως είναι γνωστό, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός…». Έτσι ξεκινά το εισαγωγικο του σημείωμα στην έκδοση που συνοδεύει το cd o Paul Griffiths για την πρώτη σόλο ηχογράφηση του Denes Várjon. Πρόκειται για ένα άλμπουμ που φέρνει τη μουσική του Franz Liszt σε αντιπαράθεση με το έργο των Berg και Janáček που έχουν εμπνευστεί από αυτόν. Όπως ο Várjon λέει, «Είναι πάντα πολύ ενδιαφέρον το να βρίσκει κανείς τους συνδετικούς κρίκους ανάμεσα στους συνθέτες και τις γέφυρες που συνδέουν ιστορικά τη μουσική. Καθρεφτίζοντας άλλους συνθέτες και εποχές ανακαλύπτω νέες διαστάσεις στο έργο τους και αυτό συμβαίνει κατά κόρον όταν παίζω μουσική του Ferenc Liszt».

Για τον Várjon, η σημασία του έργου του Liszt υπερβαίνει κατά πολύ το πιάνο και το όραμά που είχε ο ίδιος σε σχέση με τις δυνατότητες του οργάνου: «Ακόμη πιο έντονα, τον βλέπω ως μείζονα προσωπικότητα της μουσικής. Υπάρχουν ορισμένα έργα που αισθάνομαι την ανάγκη να εξερευνήσω ακόμα περισσότερο, ιδιαίτερα τις τελευταίες αινιγματικές συνθέσεις του για πιάνο όπως τα τέσσερα Valses oubliées, τα τέσσερα Mephisto Walzes, το Δεύτερο Κονσέρτο για πιάνο και το σημαντικότερο, τη Σονάτα σε σι Ελάσσονα. Νιώθω πως η Σονάτα αυτή είναι η πιο ουσιαστική και καθαρή εκδήλωση της τέχνης του Liszt. Για την πλούσια υφή της, την υπέροχη δομή της, την έκτασή της. Δεν υπάρχει ούτε μια νότα που να μην είναι ουσιώδης ως μέρος του συνόλου».

Παίζοντας Liszt σε συνδυασμό με τη Σονάτα για πιάνο του Berg και το έργο του Janáček In the Mists ο πιανίστας εμβαθύνει ακόμα περισότερο: «Ακούω βέβαια τον απόηχο από τη μουσική του Liszt στον Berg και στον Janáček, αλλά ακόμη περισσότερο συνειδητοποιώ, μέσω των νεότερων συνθετών, πόσο νέο και σύγχρονο είναι το έργο του List. Το αρμονικό σύμπαν του Alban Berg παραπέμπει σε όλες τις καινοτόμες λύσεις του List, και η φόρμα της σονάτας σε μια κίνηση του Berg μας κάνει να αναλογιστούμε το πόσο πρωτοπόρο ήταν για την εποχή του Liszt να συνθέσει τη Σονάτα σε Σι ελάσσονα. Επίσης, δεν αντιλαμβάνομαι το μουσικό υλικό ως μια αντιπαράθεση διαφορετικής μουσικής κατεύθυνσης καθώς αναδεικνύεται το σύγχρονο στοιχείο στο έργο του List και αντίστροφα το ρομαντικό στοιχείο στο έργο του Berg. H Σονάτα op. 1 γράφτηκε γύρω στα 1907, ενώ ο Berg ήταν κάτω από την καθοδήγηση του Schönberg, όπου αναγνωρίζονται τα σημεία της επίδρασης από τον Mahler, τον Debussy, καθώς επίσης και τον List. O Paul Griffiths στο σημείωμά του επισημαίνει τις ομοιότητες ανάμεσα στη σονάτα του Berg και το In the Mists (1912) του Janáček: «την επίδραση του Debussy, την προσέγγιση των ορίων αλλά όχι την εγκατάλειψη της τονικής αρμονίας, την ύπαρξη μοτίβου και της συνέπειάς του, τη συνεχή parlando έκφραση ....».

Ο Várjon προσθέτει: H εκφραστικότητα του parlando στον Janáček είναι ένα στοιχείο που κάνει τη μουσική τόσο ιδιαίτερη. Βέβαια δεν μιλώ τη γλώσσα του Janáček, όμως γνωρίζοντας την ουγγρική παράδοση και το πώς ο Bartók χρησιμοποιεί ανάλογα μια τέτοια λειτουργία, μπορώ να εκτιμήσω την ομορφιά της μουσικής με την οποία είχα ανέκαθεν ισχυρούς δεσμούς. Νομίζω πως ο Janáček είναι μοναδικός.

Ο Dénes Várjon σπούδασε στην Μουσική Ακαδημία της Βουδαπέστης Ferenc Liszt, παίρνοντας μαθήματα πιάνου από τον Sándor Falvai και μουσικής δωματίου από τον György Kurtág και τον Ferenc Rados. Παράλληλα με τις σπουδές του, ο ίδιος συμμετείχε τακτικά στα σεμινάρια του András Schiff. Βραβεύτηκε με το 1ο Βραβείο του Διαγωνισμού Πιάνου της Ουγγρικής Ραδιοφωνίας, στο Διαγωνισμό Μουσικής Δωματίου της Βουδαπέστης Leo Weiner και στον διαγωνισμό Concours Géza Αnda στη Ζυρίχη.

Ο Várjon έχει συμμετάσχει σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ανάμεσά τους τα: Salzburger Festspiele, Lucerne Festival, Schleswig-Holstein Musik-Festival, Biennale di Venezia, Marlboro Festival (USA), Klavierfestival Ruhr, Kunstfest Weimar, και Edinburgh Festival. Είναι μόνιμος συνεργάτης του András Schiff και του  Heinz Holliger στο Ittinger Konzerttage.

Έχει συνεργαστεί με σπουδαίες ορχήστρες όπως: Camerata Salzburg, Academy of St. Martin in the Fields, Wiener Kammerorchester, Franz Liszt Chamber Orchestra Budapest, Camerata Bern, Orchestre de Chambre de Lausanne, Hungarian State Symphony Orchestra, Tonhalle-Orchestra Zürich, Radio Symphony Orchestra Berlin, Orchestre Philharmonique de Strasbourg, Scottish Chamber Orchestra, Chamber Orchestra of Europe, Bremen Philharmonic, Kremerata Baltica, και πολλές άλλες. Αυτή την περίοδο συνεργάζεται με διευθυντές ορχήστρας όπως ο Heinz Holliger, ο Adam Fischer, ο Leopold Hager, ο Iván Fischer, ο Hubert Soudant, ο Peter Rundel, ο Thomas Zehetmair κ.α.

Το Precipitando ακολούθησε μια ακόμα ηχογράφηση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα και είναι το Romancendres του Heinz Holliger καθώς και οι Σονάτες για βιολί και πιάνο του Robert Schumann σε συνεργασία με την Carolin Widmann. Τα δύο άλμπουμ έλαβαν πολλές θετικές κριτικές από τον τύπο.

Οι προγραμματισμένες εμφανίσεις του Dénes Várjon περιλαμβάνουν το φεστιβάλ του Salzburg και τη Νέα Υόρκη.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το


Tim Berne
Snakeoil


Tim Berne:άλτο σαξόφωνο
Oscar Noriega: κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο
Matt Mitchell: πιάνο
Ches Smith: ντραμς, κρουστά


Ο σαξοφωνίστας Tim Berne μας προτείνει ένα νέο κουαρτέτο σε ένα συναρπαστικό ρεπερτόριο φρέσκων συνθέσεων με το πρώτο studio album του μέσα σε οκτώ χρόνια. Το Snakeoil είναι η τρίτη εμφάνιση του Berne στην ECM – με προηγούμενες συμμετοχές του στο Prezens του David Torn και στο The Rub and Spare Change του Michael Formanek –.

Το άλμπουμ χαρακτηρίζει με απόλυτο τρόπο τη συνθετική κατεύθυνση του καλλιτέχνη. Μουσική απαιτητική, ωθεί τους συνεργάτες σε νέες προκλήσεις κάτω από δαιδαλώδεις διαδρόμους: τρομακτικές αλλαγές στην υφή, ξαφνικές ρυθμικές μετατοπίσεις, ασταμάτητη δυναμική άρθρωση. Σύνθεση και αυτοσχεδιασμός διαχέονται το ένα στο άλλο, τρέχουν παράλληλα. Ο σκληρός άλτο ήχος του Berne, διαμορφωμένος εδώ και δεκαετίες υπό την καθοδήγηση του Julius Hemphill, ισορροπεί με το γήινο λυρισμό του Oscar Noriega στα κλαρινέτα, το στιλπνό ήχο του πιάνου του Matt Mitchell και στον δυναμισμό των καθαρών κρουστών του Ches Smith.

Είναι ένας συλλογικός ήχος από ένα πειθαρχημένο γκρουπ: Δυο χρόνια προηγήθηκαν με σεμινάρια, πρόβες και εργαστήρια ώστε να προηγηθεί η «απαραίτητη χαλάρωση» που όπως υποστηρίζει ο Berne είναι απαραίτητη για να διαμορφωθεί η ταυτότητα της ομάδας που θα επιτρέψει τη συνειδητοποίηση κάθε δυναμικής, κάθε ηχητικής λεπτομέρειας.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το



Andy Sheppard/Michel Benita/Sebastian Rochford
Trio Libero


Andy Sheppard: τενόρο και σοπράνο σαξόφωνο
Michel Benita: ακουστικό μπάσο
Sebastian Rochford: ντραμς

Το Trio Libero, που συστάθηκε με πρωτοβουλία του βρετανού σαξοφωνίστα Andy Sheppard, προτείνει μια μουσική εφευρετική, παιγνιώδη, γεμάτη από λυρισμό και συναισθηματικό βάθος. Χαρακτηριστικό της μουσικής, η ελευθερία μέσα από την οποία οι μουσικοί αναπτύσσουν και εξελίσσουν τις μελωδίες τους. Από την πρώτη στιγμή της συνάντησης του Andy Sheppard, με τον Michel Benita και τον Sebastian Rochford, οι δημιουργικές προοπτικές για το γκρουπ ήταν παραπάνω από εμφανείς. Στο ξεκίνημα του 2009 οι τρεις μουσικοί συναντήθηκαν στο μουσικό κέντρο Snape Maltings του Aldeburg για να δουλέψουν μαζί συστηματικά.

«Αυτό που κάναμε ήταν ουσιαστικά να κλειδωθούμε σε ένα δωμάτιο και να ξεκινήσουμε να αυτοσχεδιάζουμε. Ηχογραφήσαμε τα πάντα για να δούμε τι είναι αυτό που θα προκύψει. Φυσικά ο καθένας μας έφερνε μαζί του και τις συνθέσεις του. Αυτό ήταν το ξεκίνημα. Φάνηκε πως μέσω του αυτοσχεδιασμού μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε πλήρως τις μουσικές μας ιδέες. Έπειτα δούλεψα για λίγο συμπληρώνοντας κάποιες αρμονίες και κάνοντας κάποιες διορθώσεις. Το βασικό υλικό που προέκυψε από αυτή τη συνάντηση ηχογραφήθηκε δυο χρόνια αργότερα στο Auditorio Radiotelevisione του Λουγκάνο για την ECM. Για παράδειγμα η σύνθεση The Unconditional Secret είναι σχεδόν απαράλλαχτη με εκείνη που δημιουργήθηκε στη πρώτη συνάντηση των μουσικών. Ένα modus operandi καθορίστηκε έτσι: «Αυτοσχεδιάζεις, γράφεις τη μουσική που έπαιξες, την αναπτύσσεις, παίζεις πάλι τη μελωδία αυτοσχεδιάζοντας εκ νέου. Αυτό λοιπόν είναι το Trio Libero».

Αν το 2009 ήταν η αρχή των πραγμάτων, οι μουσικοί, είχαν συναντηθεί κατά καιρούς από πολύ παλιά. Ο Michel Benita και ο Sheppard έχουν συνεργαστεί περιστασιακά σε συναυλίες στη δεκαετία του ’80, και όταν ο Sheppard ζούσε στο Παρίσι, συναντήθηκαν και πάλι για να περιοδεύσουν με την πιανίστα Rita Marcotulli το 2006. Στη συνέχεια, ο Sheppard κάλεσε τον μπασίστα να παίξουν σε μια συναυλία στο Φεστιβάλ τζαζ Coutances, το 2008. Το φεστιβάλ είχε ένα αφιέρωμα στον τραγουδιστή-τραγουδοποιό Serge Gainsbourg και το ύφος της μουσικής ήταν πολύ διαφορετικό. Ντράμερ της συναυλίας ήταν ο Sebastian Rochford. Έτσι οι τρεις μουσικοί βρίσκονται για πρώτη φορά μαζί επί σκηνής, «Ο Seb και ο Michel ήταν πλασμένοι για να παίζουν μαζί και τότε, άρχισα να σκέφτομαι την ιδέα του Trio Libero. Ένιωσα πως με αυτούς τους μουσικούς όλα ήταν δυνατά».

Ήδη από το 2002, ο Sheppard είχε προσεγγίσει τον Rochford, αφού τον είδε να παίζει στο κλαμπ Ronnie Scott. «Κάναμε μερικές συναυλίες όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ουσιαστικά ξεκινήσαμε τη συνεργασία μας την εποχή του φεστιβάλ Coutances».

Ενεργός σε μια πληθώρα ειδών ως τραγουδοποιός, συνθέτης, παραγωγός και βέβαια ένας εξαιρετικά δημιουργικός ντράμερ, ο Seb Rochford έχει παίξει με μια τεράστεια γκάμα καλλιτεχνών. Ανάμεσά τους οι: Yoko Ono, Patti Smith, Herbie Hancock, Marc Ribot, David Byrne - Brian Eno, Stan Tracey, καθώς και με την ορχήστρα δωματίου Benjamin Britten Sinfonia υπό τη διεύθυνση της Joanna MacGregor. Ένα από τα πρώτα μέλη του indie-rock συγκροτήματος Babyshambles, o Rochford έχει δημιουργήσει και τα δικά του γκρουπ και παραγωγές, ανάμεσά τους το Polar Bear, το νέο γκρουπ Jyager Bear - με τον ράπερ MC Jyager, τον Pete Wareham και τον Shabaka Hutchings -, το avant-garde ροκ τρίο Big Dave, το ηλεκτρο-ακουστικό κουαρτέτο Fulborn Teversham, και το Silver Birch, παλιότερα γνωστό ως Acoustic Ladyland. Το ενδιαφέρον του Rochford για τη τζαζ μουσική ξεκίνησε όταν άκουσε για πρώτη φορά τον Andy Sheppard σε μια συναυλία που έγινε στη γενέτειρά του Aberdeen, της Σκωτίας όταν ήταν 15 ετών. Ο Elvin Jones και ο Martin France τον επηρέασαν στο να διαμορφώσει και να αναπτύξει ένα προσωπικό ύφος στο παίξιμό του.

Ο Michel Benita γεννημένος στην Αλγερία έχει παίξει μαζί με κορυφαίους μουσικούς της τζαζ. Στο πρώτο κουαρτέτο του είχε στο πλευρό του τον Dewey Redman, την Rita Marcotulli και τον Aldo Romano. Το 2008 στο άλμπουμ του Ramblin διαφαίνεται μια αγάπη για την κάντρι μουσική, το bluegrass και τις λαϊκές παραδόσεις. Έχει επίσης συνεργαστεί με την ιαπωνίδα δεξιοτέχνη του κότο Mieko Miyazaki, τον κιθαρίστα Nguyên Lê από το Βιετνάμ και τον πρόδρομο της ραπ Jalal από το θρυλικό γκρουπ Last Poets. Στο Παρίσι της δεκαετίας του ΄80, που υπήρξε το κέντρο ζύμωσης όλων των μουσικών ρευμάτων, ο Benita διεύρυνε τους μουσικούς του ορίζοντες οργανώνοντας μουσικά γεγονότα εθνικής και διεθνούς εμβέλειας σε κλαμπ και συναυλιακούς χώρους. Ένας τεράστιος κατάλογος μουσικών απ’ όλο τον κόσμο συμμετείχε σ’ αυτά. Ανάμεσά τους οι: Archie Shepp, Horace Parlan, Billy Hart, Joe Lovano, Bobo Stenson, Joe Diorio, Gordon Beck, Enrico Rava, Dino Saluzzi, Lee Konitz, Harold Danko, Jon Christensen, Nils-Petter Molvaer, Joshua Redman, Tom Harrell, Roy Haynes, Charlie Mariano, Peter Erskine, Kenny Wheeler, Steve Kuhn, Kenny Werner, Enrico Pieranunzi, François Jeanneau, Daniel Humair, Michel Portal, Toots Thielemans, Martial Solal, Michel Legrand, l'Orchestre de Lyon.

Ο ταλαντούχος Andy Sheppard πήρε το σαξόφωνο στα χέρια του όταν ήταν 19 ετών εμπνευσμένος από τον Coltrane και έπαιξε την πρώτη συναυλία του τρεις εβδομάδες αργότερα. Σύντομα περιόδευε και ηχογραφούσε με το γκρουπ Sphere του Μπρίστολ. Μετά από μια περίοδο στο Παρίσι, όπου εργάστηκε με διάφορα σχήματα, ανάμεσά τους και το γκρουπ Urban Sax, επέστρεψε στην Αγγλία στα μέσα της δεκαετίας του ’80 όπου ηχογράφησε το άλμπουμ Andy Sheppard για την εταιρεία Antilles/Island, με παραγωγό τον Steve Swallow. Αυτή ήταν η εκκίνηση μιας μακρόχρονης φιλίας και συνεργασίας. Από τότε ο Sheppard έχει ηχογραφήσει για πολλές εταιρείες, ανάμεσά τους η Blue Note, η Verve, η Label Bleu και η Provocateur και έχει παίξει με σχήματα μιας μεγάλης γκάμας μουσικών ιδιωμάτων κάθε μεγέθους (στην παραγωγή του Saxophone Massive συμμετείχαν πάνω από 200 σαξοφωνίστες). Έχει επίσης κάνει μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο και για παραστάσεις νέων μέσων. Συνεργάτες του όλα αυτά τα χρόνια προέρχονται από πολλούς και διαφορετικούς χώρους, από τον Nana Vasconcelos και τoν Han Bennink, την Joanna MacGregor και τον Keith Tippett, μέχρι τον L. Shankar και την Kathryn Tickell. Έχει παίξει με πολλούς σημαντικούς καλλιτέχνες της τζαζ, όπως οι εξαιρετικοί συνθέτες George Russell, Gil Evans και Carla Bley. Ο Sheppard έχει μια μεγάλη δισκογραφία με την Carla Bley και την ECM συγκεντρωμένη στην εταιρεία της Bley, Watt. Έχει συμμετάσχει στους δίσκους Fleur Carnivor, The Very Big Carla Bley Band, Big Band Theory, Songs with Legs, The Carla Bley Big Band Goes to Church, ‎4 x 4, Looking for America‎, The Lost Chords‎, Appearing Nightly, και ‎The Lost Chords Find Paolo Fresu

Ο Sheppard ηχογράφησε τον πρώτο προσωπικό του δίσκο στην ECM το 2008, με τον τίτλο Movements In Colour με συνεργάτες τον John Parricelli και Eivind Aarset στις κιθάρες, τον Arild Andersen στο μπάσο, και τον Kuljit Bhamra στην τάμπλα, ό οποίος έτυχε θερμής υποδοχής από τον τύπο: «Ένα λεπτεπίλεπτο και καλά ισορροπημένο ρεπερτόριο που παίζεται με ευγένεια και μελωδικότητα. Η φυσική μελωδική αίσθηση του Sheppard αλλά και η δεξιοτεχνική του ενέργεια χαρακτηρίζει και την πιο διαφορετική σύνθεση που άλλοτε διαπνέεται από μια φολκ διάθεση και λάτιν χρώμα και άλλοτε από μια μάλλον συμφωνική προσέγγιση "(BBC Μusic Magazine).

Το 2012 το Trio Libero θα περιοδεύσει στην Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες τον Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
 Αγοράστε το

ΔΙΠΛΟ CD

Keith Jarrett
Rio

Keith Jarrett, πιάνο

Πριν από 40 περίπου χρόνια ο Keith Jarrett ηχογράφησε το πρώτο σόλο δίσκο του στην ECM, υπό τον τίτλο Facing you (1971). Σύντομα ακολούθησαν πολλές σόλο συναυλίες, βραδιές αφιερωμένες στον αυτοσχεδιασμό που ηχογραφήθηκαν αποτελώντας ένα σύνολο άλμπουμ που επέδρασαν καθοριστικά στο χώρο της τζαζ αλλά και της σύγχρονης μουσικής γενικότερα.
Ανάμεσά τους, το Solo Concerts (Bremen-Lausanne) το ιστορικό Κονσέρτο της Κολωνίας, το Sun Bear Concerts, το Concerts (Bregenz-München), το Dark Intervals το Paris Concert, το Vienna Concert, το La Scala, το Radiance, το The Carnegie Hall Concert και το Testament, Paris-London. Η αξία αυτών των ηχογραφήσεων δεν έγκειται μόνο στη διάρκειά τους αλλά και στη καλλιτεχνική τους συνέπεια. Η τέχνη του αυτοσχεδιασμού δεν είναι πια ένα ασυνήθιστο φαινόμενο αλλά μια καλλιτεχνική πρακτική πολλών μουσικών με χιλιάδες ακροατές σε όλο τον κόσμο. Ο Jarrett πέρα απ’ το ότι καθιέρωσε τη παράδοση του σόλο πιάνο παραμένει κορυφαίος στην ικανότητά του να παράγει νέες μουσικές φόρμες μέσα απ’ τον αυτοσχεδισμό. Στο Rio αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα εμφανίζεται στο απόγειό του.

Ο Keith Jarrett είχε παίξει στη Βραζιλία πριν από δυο δεκαετίες σχολιάζοντας μάλιστα πως είχε αφήσει κάποιες εκκρεμότητες εκεί… «Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι πραγματικά εννοούσα όταν έλεγα κάτι τέτοιο, όμως αυτό που συνέβη στο Ρίο ήταν μοναδικό…».

Το Rio ηχογραφήθηκε στις 11 Απριλίου του 2011, στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης. Η μουσική που προέκυψε έχει έναν έντονο λυρικό πυρήνα που διακλαδώνεται και στα 15 μέρη που απαρτίζουν τη συναυλία. Υπάρχει ένα αίσθημα οικείο, που ελκύει τον ακροατή από την πρώτη στιγμή. Ο Keith Jarrett πιστεύει πως ήταν μια από τις καλύτερες συναυλίες της ζωής του. Και πράγματι η συναυλία ήταν Jazzy και ταυτόχρονα σοβαρή, γλυκειά και παιγνιώδης, ζεστή και αφαιρετική και την ίδια στιγμή με πολλή ενέργεια και πάθος. Ο ήχος της αίθουσας ήταν άριστος και το κοινό πολύ ενθουσιώδες.

Η συναυλία στο Ρίο ήταν το δεύτερο μέρος μιας μικρής περιοδείας που έγινε στη Νότια Αμερική, με πρώτο σταθμό το Σάο Πάολο και τελευταίο το Μπουένος Άιρες. Ο Jarrett, έχει πραγματοποιήσει 11 συναυλίες με σόλο εμφανίσεις μέχρι τώρα, στη διάρκεια του 2011.

Επόμενο βήμα του προικισμένου καλλιτέχνη, είναι μια σειρά συναυλιών με το θρυλικό τριο του με τον Gary Peacock και τον Jack DeJohnette, που θα γίνουν στις ΗΠΑ. Το Τριο πρόκειται να κυκλοφορήσει ένα νέο άλμπουμ υπό τον τίτλο Somewhere μέσα στο 2012.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το


Chick Corea /
Stefano Bollani
Orvieto


Chick Corea: πιάνο
Stefano Bollani: πιάνο


Eίναι μεγάλη πρόκληση για δυο πιανίστες να αυτοσχεδιάζουν μαζί. Οι συναυλίες μας με τον Stefano, ήταν για μένα μια μεγάλη πηγή έμπνευσης αλλά και χαράς. Δεν προηγήθηκαν πρόβες απλά συμφωνήσαμε τα κομμάτια που θα παίζαμε. Δεν είχαμε συμφωνήσει τους αυτοσχεδιασμούς μας. Αυτό που ακούτε είναι μια αυθόρμητη συνομιλία. Κι ενώ στο Orvieto το κρύο ήταν τσουχτερό, εμείς ζήσαμε μια θερμή-καλοκαιρινή εμπειρία.
Chick Corea

To Orvieto είναι η πρώτη ηχογράφηση που σηματοδοτεί τη συναρπαστική συνεργασία του Chick Corea με τον Stefano Bollani, με επίκεντρο μια σειρά συναυλιών που έγιναν στο πλαίσιο του Umbria Jazz Winter Festival όπου οι πιανίστες έπαιξαν αρκετά βράδια μαζί. Η συνεργασία τους κυρίως στο πλαίσιο των ιταλικών φεστιβάλ έχει ξεκινήσει εδώ και δυο χρόνια. Από την πρώτη τους συνάντηση στο Ravello τον Ιούλιο του 2009, κατάλαβαν πως αυτό το ντουέτο θα έχει ένα λαμπρό μέλλον.

Ο Bollani υπογραμμίζει ότι παρακολουθούσε τη μουσική του Chick Corea από την ηλικία των 11 ετών, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «προσπαθούσα να πάρω ότι μπορούσα από το στυλ, την τεχνική του και τον απίστευτο ρυθμό του», συμπληρώνοντας πως «είναι ιδιαίτερη τιμή για μένα να παίζω με τον Chick Corea».

Ο Corea, από την πλευρά του, παρακολουθούσε τη δουλειά του Bollani εδώ και μερικά χρόνια και μάλιστα στην επανέκδοση των άλμπουμ Solo Piano Improvisations/Children’s Songs (ECM 2140-42) στο σημείωμά του ανέφερε πως ο Stefano είναι ένας πιανίστας που τον εμπνέει ιδιαίτερα.

Ο Chick Corea υπήρξε πρωτοπόρος στις συνεργασίες του με άλλους πιανίστες τόσο στο επίπεδο των κονσέρτων όσο και των ηχογραφήσεων. Έχει συνεργαστεί με τον Herbie Hancock, τον Friedrich Gulda, τον Νικόλα Οικονόμου και τον Gonzalo Rubalcaba με μεγάλη επιτυχία. Πρόσφατα και ο Stefano Bollani έχει συνεργαστεί με τον Martial Solal.

Οι δύο μουσικοί διαθέτουν μια πολύ μεγάλη εμπειρία, αλλά αυτό που έχουν επιτύχει αγγίζει το μαγικό. Η συνοχή της φαντασίας τους είναι εκπληκτική. Σε όλες αυτές τις παραστάσεις Corea και Bollani ολοκλήρωναν και προέκτειναν ο ένας τις φράσεις του άλλου σαν να είναι ένας εγκέφαλος που ελέγχει τέσσερα χέρια, όπως είχε γλαφυρά περιγράψει ο Bollani.

Σε ένα ρεπερτόριο που κινείται σε πολλά και διαφορετικά είδη οι δυο μουσικοί εξελίσσουν την ανεξάντλητη εφευρετικότητά τους. Ανάμεσα στις συνθέσεις που καλύπτουν ένα 75λεπτο πρόγραμμα, το Armando’s Rhumba (από την εποχή του My Spanish Heart), το A Valsa da Paula, θέματα του Antonio Carlos Jobim, το Jitterbug Waltz του Fats Waller, ένα δυνατό Blues in F, το Nardis του Miles Davis, κλασικά κομμάτια τζαζ και πολλά άλλα.
Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το

Sinikka Langeland
The Land That Is Not



Sinikka Langeland: φωνή, kantele
Arve Henriksen:
τρομπέτα
Trygve Seim:
σοπράνο και τενόρο σαξόφωνο
Anders Jormin:
ακουστικό μπάσο
Markku Ounaskari:
κρουστά

Ένα βήμα μπροστά η παρούσα δουλειά της Sinikka Langeland από αυτήν που μας παρουσίασε στο Star Flowers, δηλαδή την αναζήτηση ενός μουσικού χώρου που θα βρίσκει τη θέση του ανάμεσα στις βόρειες λαϊκές παραδόσεις και το ιδίωμα της τζαζ μέσα από την κοινή γλώσσα του αυτοσχεδιασμού.

Όπως ο Ray Comiskey της ιρλανδικής Times σημειώνει: "Η Sinikka Langeland είναι μια προικισμένη λαϊκή τραγουδίστρια, που δεν πνίγεται από την παράδοση. Η δυνατότητά της να λειτουργεί απρόσκοπτα με μουσικούς της τζαζ, κάνουν το γάμο της folk, της jazz και της ποίησης να ευτυχεί”.

Το κουιντέτο ηχεί υπέροχα. Henriksen και Seim αποτελούν τις φωνές του συνόλου ενώ οι υπόλοιποι μουσικοί συμβάλλουν με τη διακριτική τους δύναμη.

Πράγματι, το γκρουπ είναι τώρα πιο ώριμο, καθώς οι μουσικοί που έχουν παίξει σε συναυλίες με τη Sinikka στα χρόνια που μεσολάβησαν. Επιπλέον, ο Henriksen παίζει στο μεγάλο σύνολο του Seim, Seim και Ounaskari συμμετέχουν στο γκρουπ της Iro Haarla, ενώ ο Anders Jormin είναι ο αγαπημένος μπασίστας της Langeland ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο οποίος συμβάλλει στο άλμπουμ με δύο συνθέσεις του.

Το σημείο αναφοράς αυτού του άλμπουμ είναι η ποίηση της Edith Södergran (1892-1923) και του Olav Håkonson Hauge (1908-1994).

Η Södergran, σουηδόφωνη ποιήτρια από τη Raivola (κοντά στην Αγία Πετρούπολη), υπήρξε πρωτοπόρα στη διαμόρφωση του ρομαντισμού της Σουηδικής ποίησης. Ωστόσο στη διάρκεια της σύντομης ζωή της που τερματίστηκε πρόωρα από τη φυματίωση, δεν έλαβε κάποια αναγνώριση για τη δουλειά της. Το ποίημα The Land That Is Not ήταν ανάμεσα στα τελευταία ποιήματά της και έχει συγκριθεί με ένα αντίστοιχο έργο του Chuang-Tzu που υποδηλώνει την απόσταση από τη χαοτική κοινωνία των ανθρώπων. Ανάλογα και η Södergran, μετέτρεψε το βίωμα της αποξένωσης σε ποίηση.

Ο Νορβηγός Olav Håkonson Hauge, ο οποίος επηρέασε εξίσου μια σειρά σύγχρονων συγγραφέων, ήταν επίσης ένας ποιητής της μοναξιάς με μεγάλη πνευματική συνάφεια με την την ποίηση της Άπω Ανατολής που χαρακτηρίζεται από πυκνότητα και οικονομία μέσων.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η μουσική. Η Langeland κινείται με ελευθερία και απλότητα μπαινοβγαίνοντας σε μια μουσική που άλλες φορές ακολουθεί τη φωνή και άλλες χαράσσει το δικό της δρόμο.
Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το

ΔΙΠΛΟ CD
 
Robert Schumann/
András Schiff
Geistervariationen



András Schiff, πιάνο


O πιανίστας András Schiff έχει ειδικευτεί στη μουσική του Schumann για πολλά χρόνια και οι ερμηνείες του, συνεχίζουν να γίνονται πλουσιότερες και πιο αποφασιστικές. Η ιδιαίτερότητα της ερμηνείας του Schiff είναι ο ανάγλυφος ήχος του ενώ ταυτόχρονα είναι ευαίσθητος και ευκρινής. Όπως ακριβώς και στις ερμηνείες του Μπαχ, δίνει στη μουσική του Schumann μια κρυστάλλινη σαφήνεια ενώ παράλληλα λαμβάνει υπόψη μια σειρά από εκφραστικές διαθέσεις και τονικούς χρωματισμούς.
Joshua Kosman, San Francisco Chronicle

Μια δεκαετία μετά την ηχογράφηση του πολυσυζητημένου άλμπουμ In Concert, ο András Schiff επανέρχεται στην καταγραφή του έργου του Robert Schumann με ένα διπλό άλμπουμ που ηχογραφήθηκε στην αίθουσα συναυλιών του Reitstadl Neumarkt. Το ρεπερτόριο περιλαμβάνει τα έργα Papillons, Fantasy In C Major op. 17, (όπου ο συνθέτης χάραξε νέους δρόμους στην τέχνη της σονάτας μετά τον Beethoven), Kinderszenen, Klaviersonate fis-moll op. 11, Waldszenen op. 82, καθώς και το έργο Geistervariationen (Ghost Variations). Ήταν η εποχή που η μεγαλοφυΐα του Schumann υπέφερε από την κλιμάκωση της ψυχασθένειας και ο ίδιος ισχυριζόταν πως αυτή τη μουσική του την είχαν υπαγορεύσει οι άγγελοι. Η Clara Schumann σημείωσε στο ημερολόγιό της: «Το βράδυ ο Robert σηκώθηκε και έγραψε ένα θέμα, το οποίο όπως είπε, του το είχαν τραγουδήσει οι άγγελοι. Αφού τέλειωσε ξάπλωσε πάλι, βλέποντας οράματα όλη τη νύχτα». Η δουλειά του πάνω στο θέμα διακόπηκε από μια απόπειρα αυτοκτονίας που συνέβη στις 27 Φεβρουαρίου του 1854. Την επόμενη μέρα ωστόσο, ο Schumann ολοκλήρωσε το τελευταίο έργο του για πιάνο.

H Φαντασία σε Ντο μείζονα, έργο 17 που έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη του ρομαντισμού, εδώ ακούγεται με ένα διαφορετικό τέλος από την επίσημη δημοσιευμένη εκδοχή. Ο András Schiff ακολουθεί ένα προγενέστερο κείμενο που θεωρεί πιο πειστικό σε σχέση με τη μουσική γραφή του συνθέτη. Το 1975 ο πιανίστας είχε εντοπίσει στη βιβλιοθήκη Széchenyi της Βουδαπέστης ένα αντίγραφο που είχε διορθώσεις από το χέρι του Schumann. Την άποψή του σχετικά με το μουσικό κείμενο αναπτύσσει διεξοδικά σε ένα κείμενό του που περιλαμβάνεται στην έκδοση που συνοδεύει τα cd.

Στην παρούσα ηχογράφηση περιλαμβάνονται και τα 13 Kinderszenen (σκηνές της παιδικής ηλικίας), που καταξίωσαν τον Schumann ως συνθέτη με μοναδικές ιδέες. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της μουσικής που το παιδί γίνεται το επίκεντρο της μουσικής, μέσα από ένα σημαντικό έργο. Παρότι τα έργα φαίνονται εύκολα στην ερμηνεία τους έχουν πολύ υψηλές απαιτήσεις στο χρωματισμό και τη λεπτομέρειά τους.

Το πνεύμα του ρομαντισμού βρίσκεται στο απόγειό του στο έργο Waldszenen (Σκηνές στο δάσος, έργο 82) όπου η μουσική αναδεικνύει τις έντονες συγκινήσεις του ταξιδιώτη στο δάσος, τη χαρά και την αγαλλίαση από το ειδυλλιακό τοπίο χωρίς να απουσιάζουν όμως και οι πιο εσωτερικές-μυστικές όψεις του ταξιδιού της ψυχής σε ένα σιωπηλό, σκοτεινό ίσως, δάσος.

O András Schiff, γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1953, και δίνει μεγάλη έμφαση στην ερμηνεία των σημαντικό έργων για πιάνο σε ένα ρεπερτόριο ποι κινείται από τον Μπαχ έως τον Μπάρτοκ. Η μεγάλη δισκογραφία του στην ECM περιλαμβάνει έργα των Janacek, Schubert, Bach, Schumann, Mozart κ.α. Η πιο φιλόδοξη παραγωγή μέχρι σήμερα ήταν οι σονάτες του Μπετόβεν, που ξεκίνησε με έναν κύκλο συναυλιών σε 20 μεγάλες αίθουσες ανά τον κόσμο προχώρησε με την ηχογράφησή τους που ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2009 και ολοκληρώθηκε με δύο θριαμβευτικές συναυλίες στο Carnegie Hall στη Νέα Υόρκη. Το 1999 ο Schiff δημιούργησε τη δική του ορχήστρα δωματίου του, την Cappella Andrea Barca, η οποία αποτελείται από σολίστες διεθνούς ακτινοβολίας. Παράλληλα, διευθύνει τη Philharmoniα Orchestra του Λονδίνου και την Ορχήστρα Δωματίου της Ευρώπης. Ο András Schiff θα περιλάβει στα ρεσιτάλ της επόμενης περιόδου, το ρεπερτόριο του Schumman.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το

Toshio Hosokawa
Landscapes


Mayumi Miyata, shō
Münchener Kammerorchester
Alexander Liebreich,
conducto


ΤΗ συνεργασία της ECM με την Ορχήστρα Δωματίου του Μονάχου συνεχίζεται με ένα νέο ενδιαφέρον άλμπουμ που παρουσιάζει πρόσφατα έργα του Ιάπωνα συνθέτη Toshio Hosokawa. Ανάμεσά τους, το Sakura für Otto Tomek και το Cloud and Light, είναι συνθέσεις του 2008, ενώ το Ceremonial Dance γράφτηκε το 2000. Αυτές οι συνθέσεις του 21ου αιώνα παρουσιάζονται μαζί με το Landscape V, του 1993 που αρχικά γράφτηκε για κουαρτέτο εγχόρδων, ενώ στη συνέχεια μεταγράφηκε για ορχήστρα.

Γεννημένος στη Χιροσίμα το 1955, ο Hosokawa ήταν αρχικά εμπνευσμένος από τη κλασική παράδοση της δύσης από τον Schubert μέχρι τον Schoenberg, και πήγε στη Γερμανία στη δεκαετία του’70 για να μελετήσει με τον Isang Yun και τον Klaus Huber. Ενισχύοντας τη θέση του στην ευρωπαϊκή και διεθνή avant-garde σκηνή, ο Hosokawa επικεντρώθηκε στην αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας της ιαπωνικής παράδοσης. Το έργο του υποδηλώνει συχνά ένα διάλογο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ του αρχέγονου και του σύγχρονου, του τελετουργικού και της ψυχαγωγίας. Ο Hosokawa θεωρεί πως η διαδικασία της σύνθεσης στο έργο του συνδέεται ενστικτωδώς με στοιχεία του Ζεν Βουδισμού όπως αυτό της συμβολικής ερμηνείας της φύσης και της συγγένειας μεταξύ των πραγμάτων και των εννοιών. Η ενασχόλησή του με την παραδοσιακή μουσική οδήγησε τον Hosokawa να μελετήσει το shō, το αρχαίο ιαπωνικό πνευστό όργανο που αποτελείται από 17 σωλήνες μπαμπού.

Η Mayumi Miyata, ίσως η πιο διακεκριμένη ερμηνεύτρια shō στη σύγχρονη μουσική, ακούγεται εδώ με την Ορχήστρα Δωματίου του Μονάχου στην ηχογράφηση του έγινε στο στο Himmelfahrtskirche του Μονάχου (την Εκκλησία της Αναλήψεως), τον Οκτώβριο του 2009. Εδώ παίζει shō στο Sakura, μια σύνθεση που βασισμένη σε έναν ιαπωνικό παραδοσιακό σκοπό, καθώς και τις συνθέσεις του Hosokawa που είναι έργα για shō και ορχήστρα. Η Mayumi Miyata έχει επίσης συνεργαστεί με την ECM στο Das Mädchen mit den Schwefelhölzern του Helmut Lachenmann.

Ο Paul Griffiths, στην έκδοση που συνοδεύει το CD.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το


Giovanna Pessi
Susanna Wallumrød
If Grief Could Wait


Giovanna Pessi: μπαρόκ άρπα;
Susanna Wallumrød:
φωνή
Jane Achtman:
βιόλα ντα γκάμπα
Marco Ambrosini:
nyckelharpa (σουηδικό τοξωτό)

Το If Grief Could Wait (άν η θλίψη μπορεί να περιμένει) είναι ένα φιλόξενο, ιδιαίτερο άλμπουμ καρπός της συνεργασίας της αρπίστριας Giovanna Pessi και της τραγουδίστριας Susanna Wallumrød, σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές ερμηνείες του σουηδικού βιολιού (nyckelharpa) του Marco Ambrosini και την βιόλα ντα γκάμπα της Jane Achtman.

Ο πυρήνας του δίσκου αποτελείται από διασκευές τραγουδιών του Henry Purcell που έκανε η αρπίστα. Τα άλμπουμ ξεκινά με το The Plaint (από το έργο The Fairy Queen του 1692) και συνεχίζει με το If Grief Has Any Pow’r To Kill, το Solitude O (από την ανθολογία The Theatre of Music), το Music For a While (από τον Οιδίποδα) και το An Evening Hymn (από το Harmonia Sacra, έργο για 4 φωνές και συνοδεία οργάνων).

Το βέβαιο είναι ότι η μουσική του Purcell δεν έχει ακουστεί ποτέ έτσι. Ανάμεσα στα τραγούδια και τις ορχηστρικές συνθέσεις του, παρεμβάλλονται δυο τραγούδια του Leonard Cohen, ένα του Nick Drake καθώς και δυο τραγούδια της Susanna Wallumrød.

Το If Grief Could Wait δεν επαγγέλεται την τήρηση μιας αυστηρής ιστορικής απόδοσης σε ότι αφορά την ερμηνεία. Ούτε οι μουσικοί προσπάθησαν να κάνουν μια ηχογράφηση που θα έχει τα χαρακτηριστικά του cross over. H Pessi και η Wallumrød παίζουν τη μουσική που αγαπούν, καθώς τη μοιράζονται με τους συνεργάτες τους. Τόσο ο Purcell όσο και ο Cohen αντιμετωπίζονται με σεβασμό με τους δικούς του όρους ο καθένας. Η καθαρή φωνή της Susanna και οι λεπτεπίλεπτες διακριτικές διασκευές της Pessi αφήνουν μια εντυπωσιακή αίσθηση συνέχειας στη μουσική. Και βέβαια η συζήτηση για το παλιό και το νέο είναι μεγάλη όσο και υποκειμενική.

Ηχογραφημένο σε τρεις ημέρες στο Λουγκάνο τον περασμένο Νοέμβριο, το άλμπουμ έχει ξεκινήσει την ιστορία του εδώ και κάποια χρόνια. Η Giovanna Pessi έχει συνεργαστεί με την ECM στην ηχογράφηση του Diminuito του Rolf Lislevand Ensemble, το 2007, όπου συμμετείχε και ο Marco Ambrosini. Έχει επίσης συμμετάσχει στις ηχογραφήσεις του Christian Wallumrød Ensemble το The Zoo Is Far και το Fabula Suite Lugano που ηχογραφήθηκαν το 2006 και το 2009 αντίστοιχα. Εκείνη την περίοδο σε κάποιες πρόβες που έγιναν στο Όσλο η Pessi γνώρισε την αδελφή του Christian, Susanna Wallumrød η οποία τότε, έκανε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα στη μουσική.

Λίγο αργότερα η Susanna κάλεσε τη Giovanna να παίξει άρπα σε ένα από τα άλμπουμ της (Sonata Mix Dwarf Cosmos, που εκδόθηκε από τη Rune Grammofon το 2007). Όταν ο παραγωγός Manfred Eicher κάλεσε τη Giovanna να ηχογραφήσει για την ECM η ιδέα που κυριάρχησε ήταν να ηχογραφηθεί ένας δίσκος σε συνεργασία με τη με τη Susanna Wallumrød. «Έχω συνεργαστεί πάρα πολλές φορές με τραγουδιστές με ειδίκευση στη παλαιά μουσική που διαθέτουν τέλεια εκπαιδευμένες φωνές. Όμως γι’ αυτή την παραγωγή δεν αναζητούσα έναν τέτοιο ήχο. Έτσι πρότεινα στη Susanna αν ήθελε να δοκιμάσει να δουλέψουμε μαζί κάποιο υλικό καθώς γνώριζα πως είχε ήδη ηχογραφήσει το θρήνο από το έργο Διδώ και Αινείας του Purcell σε έναν από τους δίσκους της». Η πρόκληση για μια σωστή προσέγγιση σε νέο υλικό ήταν μεγάλη.

Τόσο η τραγουδίστρια όσο και η αρπίστα γνώριζαν πως μια τέτοια παραγωγή χρειαζόταν κάποιο χρόνο ζύμωσης. Η Pessi αναφέρει: «Προερχόμαστε από τόσο διαφορετικούς μουσικούς κόσμους: Η Susanna σχετίζεται με την ποπ μουσική ενώ εγώ με το μπαρόκ. Έπρεπε να έρθουμε πιο κοντά, να παίζουμε συχνότερα, να αναζητήσουμε μια κοινή μουσική γλώσσα. Δουλέψαμε πολύ καιρό προετοιμάζοντας το υλικό μας. Κάθε φορά που ήμουν στο Όσλο -έπαιζα πολύ συχνά με τον Christian- βρίσκαμε χρόνο για να δουλέψουμε το υλικό μας. Και η Susanna ερχόταν στην Ελβετία όποτε ήταν δυνατό».

Η Susanna από τις πρώτες κιόλας πρόβες πρότεινε το τραγούδι του Leonard Cohen, Who by Fire και η Pessi προσέθεσε ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια του Cohen, το You know Who I Am. Aφότου αυτά τα τραγούδια βρήκαν τη θέση τους στο ρεπερτόριο, ο δρόμος ήταν ανοικτός για να προστεθούν ένα τραγούδι του Nick Drake, καθώς και δύο τραγούδια της Susanna. Μετά από ένα χρόνο προετοιμασίας ήταν πια ώριμο να αναζητηθούν συνεργάτες. Ο Manfred Eicher πρότεινε τον Marco Ambrosini και η Pessi την Jane Achtman, που ζει και εργάζεται στην Ελβετία. «Και οι δυο μουσικοί εμπλούτισαν τον ήχο μας δίνοντας βάθος και κίνηση στις μελωδικές γραμμές τονίζοντας τη μπαρόκ πλευρά της μουσικής. Τον Marco τον γνώριζα από τη συνεργασία μας με το μουσικό σύνολο του Lislevand και απολάμβανα πάντα τη συνεργασία μαζί του. Όσο για τη Jane, παρότι είχε σχεδόν αποκλειστικά ασχοληθεί με την παλαιά μουσική ήταν πολύ ευέλικτη να ακολουθήσει το πνεύμα της παραγωγής με δημιουργικό τρόπο».

Η Giovanna Pessi γεννήθηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας, και ξεκίνησε να παίζει άρπα στην ηλικία των 7. Στα 13 της χρόνια, ήρθε στα χέρια της μια άρπα του 1800 που είχε κατασκευάσει ο περίφημος οργανοποιός Sébastien Érard. Η επαφή της με το ιστορικό αυτό όργανο, το ελαφρύ του άγγιγμα και τον μοναδικό ήχο την ώθησαν να εστιάσει τις σπουδές της στην παλαιά μουσική. Το 1998, κέρδισε το βραβείο Basler Hans Huber Stiftung και το 2000, πήρε το δίπλωμα ιστορικής άρπας από το Basiliensis Schola Cantorum. Ως σολίστ η Giovanna Pessi έχει εμφανιστεί με διάφορα σύνολα και μαέστρους (Ricercar Consort, Christian Wallumrød Ensemble, Ensemble Kapsberger, Concentus Musicus, Les Flamboyants, La Fenice, Konrad Junghänel, Philippe Pierlot, Rolf Lislevand, Harry Bicket, Nikolaus Harnoncourt, Marc Minkowski, κ.α.).

Η Νορβηγίδα τραγουδίστρια και τραγουδοποιός Susanna Wallumrød ξεκίνησε τη μουσική της πορεία με ένα ντουέτο με τον κιμπορντίστα Morten Qvenild το 2000, υπό τον τίτλο Magical Orchestra, έχοντας ηχογραφήσει πέντε άλμπουμ μέχρι σήμερα. Έχει ηχογραφήσει και προσωπικά άλμπουμ. Έχει επίσης συνεργαστεί με τους Pål Hausken, Helge Sten, The White Birch, Jenny Hval, Bonnie 'Prince Billy, The Cairo Gang, Ensemble Neon και άλλους.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το



Sounds and Silence
Music for a Film



Arvo Part | Ελένη Καραΐνδρου | Dino Saluzzi | Anja Lechner | Anouar Brahem | Gianluigi Trovesi | Gianni Coscia | Marilyn Mazur | Nik Bartsch | Kim Kashkashian | Jan Garbarek

ECM 2250

Για πάνω από μια πενταετία, οι Ελβετοί κινηματογραφιστές Norbert Wiedmer και Peter Guyer ακολούθησαν τον παραγωγό Manfred Eicher και τους καλλιτέχνες της ECM σε όλο τον κόσμο. Στιγμιότυπα από την Εσθονία, την Τυνησία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Δανία, την Ελλάδα, την Αργεντινή και αλλού, όπου ο κινηματογραφικός φακός συλλαμβάνει πτυχές της μουσικής δημιουργικής διαδικασίας της ECM, παρουσιάζοντας φωτεινές στιγμές από την ερμηνεία μοναδικών μουσικών επί τω έργω.



Πολλοί καλλιτέχνες, ανάμεσά τους ο Arvo Part, η Ελένη Καραΐνδρου, ο Dino Saluzzi και η Anja Lechner, ο Anouar Brahem, ο Gianluigi Trovesi και ο Gianni Coscia, η Marilyn Mazur, το γκρουπ Ronin του Nik Bartsch, η Kim Kashkashian, ο Jan Garbarek παρουσιάζονται σε αυτή την ταινία-ντοκιμαντέρ.

Η ταινία έχει ήδη μια αξιοσημείωτη πορεία. Η παγκόσμια πρεμιέρα της έγινε στην Piazza Grande στο Λοκάρνο, μπροστά από ένα ακροατήριο 7.000 θεατών τον Αύγουστο του 2009. Ακολούθησε μια παγκόσμια περιοδεία σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, ανάμεσά τους τα: Melbourne International Film Festival, Viennale, [San Francisco] SFJazz series, Pimedate Oode Filmifestival και Filmtage Hofer.Το Sounds and Silence κέρδισε το βραβείο κινηματογράφου Berner 2009, ήταν υποψήφιo για το Βραβείο Κινηματογράφου Schweizer, και έχει αποσπάσει υμνητικές κριτικές:

"Μια συναρπαστική, πολύ-επίπεδη ταινία γύρω από το πάθος την υπομονή και την κατανόηση της μουσικής."
Wolfram Schutte, Hof Film Festival

"Η ταινία γίνεται πιο συναρπαστική στα σημεία που αποκαλύπτει τη διαδικασία της δημιουργίας της μουσικής. Δύσκολα μπορεί να ανακαλύψει κανείς καλύτερη επιλογή όσον αφορά τον τομέα της μουσικής ακρόασης. "
Wolfgang Sandner, Frankfurter Allgemeine Zeitung

"Ο θεατής αντιλαμβάνεται αμέσως πως πρωταγωνιστής εδώ, είναι η ίδια η μουσική."
Thomas Steinfeld, Suddeutsche Zeitung

"Το Sounds and Silence, είναι ένα ασυνήθιστο πείραμα, μια φιλόδοξη προσπάθεια για να αποκωδικοποιήσει τη γλώσσα της μουσικής. Το αποτέλεσμα είναι μια εξαιρετικά πρωτότυπη μίξη από συναυλιακά στιγμιότυπα, από πορτρέτα καλλιτεχνών, παράλληλες ιστορίες και road movie."
Kai Loffler, WDR 3

Τώρα η ταινία κυκλοφορεί με τη μορφή του DVD και Blu-Ray προσιτή για όλους τους μουσικόφιλους. Οι γερμανική έκδοση είναι μια παραγωγή της Arsnal Filmverleih, της εταιρείας που έφερε την ταινία στους Γερμανικούς κινηματογράφους το φθινόπωρο του 2010. Η διεθνής έκδοση είναι μια παραγωγή της ECM, και διανέμεται μέσα από το δικό της δίκτυο.

Αργά αλλά σταθερά και αθόρυβα, η ECM έχει δημιουργήσει έναν εξαιρετικό κατάλογο από DVD – από τις ταινίες μικρού μήκους του Jean-Luc Godard μέχρι τα πλάνα των συναυλιών του Keith Jarrett - αλλά το Sounds and Silence είναι η πρώτη ταινία που εκδίδεται και στη μορφή του Blu-Ray.

Στο ένθετο που συνοδεύει την έκδοση οι σκηνοθέτες Guyer και Wiedmer αναφέρουν: "Η ECM είναι στο χώρο της μουσικής ότι ακριβώς η Andere Bibliothek του Hans Magnus Enzensberger στο χώρο του βιβλίου: Μέντορας του ευφυούς και του εξαιρετικού, ο Manfred Eicher αντιπροσωπεύει μια μουσική που αρνείται να είναι απλώς ένα προϊόν προς κατανάλωση και μουσικούς με πολυσήμαντες ζωές, άποψη και εξαιρετικές ικανότητες. Αυτός είναι ο κόσμος που θέλουμε το κοινό μας να δει και να ακούσει. Στην εποχή των ευτελών σόου, των προκατασκευασμένων αστέρων, τον κατακλυσμό των video clip, της ηχορύπανσης και του αχανούς εμπορίου, θέλουμε να παρουσιάσουμε μια μουσική με διαφορετικές εικόνες και στιγμές, με διαφορετικούς ήχους, να δημιουργήσουμε άλλους οπτικούς κόσμους που δεν είναι μια συρραφή από στιγμιότυπα να εξερευνήσουμε μια νότα και όχι την αναπαραγωγή κάποιων στιγμιαίων ήχων και κυρίως, να δώσουμε χώρο στη σιωπή. Δεν μας αφορά να επιδείξουμε ένα τελικό προϊόν, αλλά να συνοδεύσουμε τη γέννηση της μουσικής, να μελετήσουμε τους όρους της, να καταλάβουμε το νόημά της: ανακαλύπτοντας ανθρώπους, ακολουθώντας διαθέσεις, βρίσκοντας εξηγήσεις, συλλαμβάνοντας ήχους προσπαθήσαμε να εντάξουμε τη λεπτομέρεια σε ένα ευρύτερο όλον κάνοντας ένα οργανωμένο ταξίδι στους κόσμους των ήχων".

Η ταινία είναι πολύγλωσση, με γερμανικούς, αγγλικούς και γαλλικούς υπότιτλους.

Επιπλέον υλικό στο DVD και στο Blu-Ray είναι κάποια αποσπάσματα από την ηχογράφηση του Playgrοund του Manu Katche στη Νέα Υόρκη, που κινηματογραφήθηκε από τον Gildas Bocle.

Απ’ τη στιγμή που η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά δημιουργήθηκε μια έντονη ζήτηση για το σάουντρακ. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε το άλμπουμ "Sounds and Silence: Μουσική για μια ταινία" όπου η μουσική που ακούγεται δεν είναι υπό διαμόρφωση –όπως υπάρχει στο φιλμ- αλλά στην ολοκληρωμένη, ηχογραφημένη της εκδοχή, με δύο εντυπωσιακές εξαιρέσεις: Δυο συνθέσεις της Ελένης Καραΐνδρου ηχογραφημένες ζωντανά στη Φρανκφούρτη, με σολίστ τον Jan Garbarek και την Κim Kashkashian, ερμηνείες που κυκλοφορούν σε CD για πρώτη φορά.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Dino Saluzzi / Anja Lechner
/ Felix Saluzzi
Navidad de Los Andes


Dino Saluzzi: bandoneon
Anja Lechner: violoncello
Felix Saluzzi: clarinet, tenor saxophone

ECM 2204


To Navidad de Los Andes σηματοδοτεί τη γέννηση ενός νέου γκρουπ παρά το γεγονός πως οι μουσικοί μεταξύ τους έχουν μια μεγάλη ιστορία. Οι αδελφοί Dino Saluzzi και Felix έχουν περισσότερα από 60 χρόνια συνεργασίας στο ενεργητικό τους. Ξεκίνησαν τη μουσική μαζί ως παιδιά στην Αργεντινή, ο ένας σαξόφωνο και κλαρινέτο και ό άλλος μπαντονεόν παίζοντας στις γειτονιές της πατρίδας τους με την οικογενειακή τους μπάντα. Ηχογραφήσεις που μαρτυρούν την μουσική οικογενειακή παράδοση είναι το Mojotoro και το Juan Condori.

Η γερμανίδα τσελίστα Anja Lechner, συνεργάζεται στενά με τον Dino Saluzzi από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Εκκίνησης αυτής της σχέσης ήταν το άλμπουμ Kultrum, μια σύμπραξη με το Rosamunde Quartet. Το 2006 ηχογράφησαν μαζί το περίφημο Ojos Negros, ένας δίσκος που κατέκτησε τη διεθνή κοινή γνώμη και παρουσιάσατηκε στο κοινό μέσα από μια περιοδεία 2 ολόκληρων χρόνων στην Ευρώπη και την Αμερική. Εκείνη την περίοδο ο Dino Saluzzi σχολίαζε για τη συνεργάτισά του: «Η Anja έχει γίνει μέρος της μουσικής χωρίς να χάσει την ταυτότητά της. Δεν προσπαθεί να μιμηθεί τον τρόπο που παίζουν οι μουσικοί του tango. Έχει το δικό της ήχο και αυτό ακριβώς είναι που κάνει τη μουσική μας πλουσιότερη».

H Anja Lechner και ο σαξοφωνίστας-κλαρινετίστας Felix Saluzzi συμμετείχαν στην ηχογράφηση του El Encuentro, το 2009 σε συνεργασία με την Metropole Orchestra της Ολλανδίας υπό την διεύθυνση του Jules Buckley. Και οι δύο μουσικοί ήταν παρόντες και πάλι σε ένα μουσικό αφιέρωμα στον Dino Saluzzi που έγινε στο Atina Festival της Ιταλίας το 2010, λίγες μέρες πριν την ηχογράφηση του Navidad de Los Andes. Ο John Surman, o Palle Mikkelborg, o U.T. Gandhi και ο Ares Tavolazzi πλαισίωσαν αυτή την εορταστική βραδιά.

Όλες αυτές οι κοινές εμπειρίες και η μακρόχρονη συνεργασία έχουν δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στιν ήχο του γκρουπ. Η μουσική του Navidad de Los Andes θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απλή και φευγαλέα, όπως ακριβώς είναι και η λογοτεχνία του μαγικού ρεαλισμού που αναπτύχθηκε στη Νότια Αμερική. Στο ένθετο που συνοδεύει το cd ο ποιητής και συγγραφέας Leopoldo Castilla (που όπως και ο Saluzzi κατάγεται από την περιοχή Salta) αναφέρει: «Σε τούτο το εξαίσιο μουσικό έργο, ο ήχος γεννιέται με την ένταση του ανέμου και την δυναμική κίνηση της άμμου, στοιχεία που διατηρούν τη μνήμη. Ανάμεσα σε τούτα τα στοιχεία, η μελωδία δημιουργεί ατμόσφαιρες που υψώνονται ή κατέρχονται όπως το κενό του απέραντου ουρανού. Αίφνης, το Τάνγκο με ένα καπέλο και ένα μαύρο φεγγάρι, εμφανίζεται. Μια ογκώδης σκιά, παρασύρεται από το ποτάμι της μουσικής». Μνήμες που μεταφέρονται από τον άνεμο -ίσως ο πιο εύστοχος χαρακτηρισμός για την ιδιαιτερότητα αυτής της μουσικής.

O Dino Saluzzi όταν αναφέρεται στη μουσική του, συχνά αντιλαμβάνεται το ρόλο του ως μουσικός αφηγητής. Πράγματι, σε αυτό το άλμπουμ, από τις πρώτες νότες αναγνωρίζει κανείς αυτά τα έντονα στοιχεία ζωής που κυριαρχούν: Τους ήχους των πουλιών στα ορεινά δάση, τον ήχο των ανθρώπων στις αίθουσες χορού, την εκκλησία του χωριού… Η ζωή είναι εδώ.
Οι τρεις μουσικοί έχουν κατακτήσει μια κοινή αντίληψη. Το μπαντονεόν, το βιολοντσέλο, και κλαρινέτο ενσωματώνονται εξαιρετικά σε μια αίσθηση μουσικής δωματίου που αναπνέει αβίαστα μέσω της λαϊκής μουσικής παράδοσης. Ούτε η «τζαζ» ούτε η «κλασική» ούτε το «tango» είναι ο σωστός χαρακτηρισμός. Η μουσική κυκλοφορεί ανάμεσα στα είδη μέσα από την έντονη προσωπική σφραγίδα του Dino Saluzzi.

Το Navidad de Los Andes παρουσιάζει νέες συνθέσεις του Dino Saluzzi, καθώς και νέες αποδόσσεις συνθέσεων των μεγάλων δασκάλων του tango, όπως ο Jose Padula (1893-1945), ο Carlos Gardel (1890 - 1935) και ο Enrique Delfino (1895-1967).

Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στην εξαιρετικής ακουστικής αίθουσα συναυλιών της Ραδιοφωνίας του Λουγκάνο, που η ECM συχνά προτιμά για τις ηχογραφήσεις της.


Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Stefano Battaglia Trio
The River of Anyder

Stefano Battaglia: piano
Salvatore Maiore: double-bass
Roberto Dani: drums

ECM 2151


Στο καθαρό νερό του Άνυδρου ποταμού που έρεε στην πόλη της Ουτοπίας του Sir Thomas More αναφέρεται και σχολιάζει ο Ιταλός πιανίστας Stefano Battaglia εδώ, παρουσιάζοντας μια μουσική ανεπηρέαστη από το ιδίωμα της τζαζ: «Πήρα την πρωτοβουλία να γράψω τραγούδια και χορούς που να είναι ανεπηρέαστα από την πολυπλοκότητα της σύγχρονης μουσικής. Προσπάθησα να διαμορφώσω συνθέσεις που θα μπορούσαν να έχουν παιχτεί με αρχαία όργανα, χίλια χρόνια πριν.

Αντιλαμβάνομαι αυτή τη μουσική σαν ένα είδος προγόνου των ιδιωμάτων». Έτσι λοιπόν παρά το γεγονός ότι το πιάνο τρίο είναι ένα θεσμικά σύγχρονο σχήμα και οι μουσικοί Battaglia, Maiore και Dani αντιλαμβάνονται τη μουσική μέσω του αυτοσχεδιασμού, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μια μουσική με διαχρονική αίσθηση.

Οι συνθέσεις ως επί το πλείστον πήραν το όνομά τους από μύθους, θρύλους και τόπους και παραπέμπουν σε συγκεκριμένες ατμόσφαιρες. Φανταστικά και πραγματικά τοπωνύμια είναι διάσπαρτα. Από την Λευκή Πόλη Μίνας Τίριθ, του Tόλκιν, τον Άνυδρο ποταμό της Ουτοπίας, το ιερό όρος Αραράτ και έπειτα την πόλη Μπενσαλέμ, στο μυθικό νησί της Νέας Ατλαντίδας του Σερ Φράνσις Μπέικον, κάπου στα δυτικά του Περού, όπου οι φωτισμένοι πολίτες του πασχίζουν να βελτιώσουν την ανθρώπινη γνώση: «Έχουμε δώδεκα αδελφούς που ταξιδεύουν σε ξένες χώρες με καράβια που έχουν ξένη σημαία και καταγωγή –τη δική μας την κρατάμε κρυφή–, οι οποίοι μας φέρνουν βιβλία, συγγράμματα και σχέδια πειραμάτων που γίνονται σε άλλες χώρες…».

Πολλές και διαφορετικές παραδόσεις παρατίθενται καθώς υπάρχει μια μεγάλη αναφορά στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία λαών και προσώπων από τον Rumi και τον Rimbaud μέχρι τον Hildegard von Bingen και τον Black Elk των Σιου. Αυτά είναι μόνο μερικά, από τα πρόσωπα που πυροδοτούν τη φαντασία του συνθέτη. Ωστόσο η μουσική, δεν είναι ένα μωσαϊκό που έχει δημιουργηθεί κάτω από τόσο διαφορετικές επιρροές, αλλά μια πρωτότυπη ιδέα που φαίνεται να πηγάζει από ένα ισχυρό οργανικό κέντρο. Το τρίο έχει τον δικό του παλμό, τη δική του μεθοδολογία. Υπάρχει ένας ισχυρός λυρισμός που κατευθύνει τα πάντα, ακόμα και τον αυτοσχεδιασμό.

Ο Battaglia (Γεννήθηκε το 1965 στο Μιλάνο) έκανε τον πρώτο του κύκλο ως πιανίστας στην κλασική μουσική με ρεπερτόριο από το μπαρόκ μέχρι τη σύγχρονη σύνθεση, περιοδεύοντας σε Ευρωπαϊκά φεστιβάλ πριν ακόμα ενσωματώσει τον αυτοσχεδιασμό στην ερμηνεία του. Η ισχυρή αίσθηση της δομής, κληρονομιά των «κλασικών» χρόνων, συνεχίζει να χαρακτηρίζει τη δουλειά του σε ένα φαινομενικά ελεύθερο πλαίσιο. Είναι καλλιτέχνης της ECM από το 2003, με πρώτη του ηχογράφηση το διπλό άλμπουμ Raccolto. Ακολούθησε το Re: Pasolini ένα αφιέρωμα στον Ιταλό σκηνοθέτη και διανοούμενο όπου συνεισφέρουν ο Salvatore Mauiore και ο Roberto Dani, και το Pastorale, ένα ντουέτο με τον Michele Rabbia.

Ο Salvatore Maiore γεννήθηκε στο Sassari το 1965, και σπούδασε κοντραμπάσο στο Ωδείο του Cagliari. Έχει παίξει σε πολλά ιταλικά σχήματα και έχει συνεργαστεί με πολλές διεθνείς μουσικές προσωπικότητες κατά την παραμονή τους στην Ιταλία, ανάμεσά τους ο Lee Konitz, ο Billy Cobham, ο Joseph Jarman, ο Steve Grossman, ο Cedar Walton, ο Oliver Lake, και ο David Liebman. Η δισκογραφία του περιλαμβάνει ηχογραφήσεις με τον Glauco Venier, τον Klaus Gesing, τον Al DiMeola και πολλοί άλλοι.

Ο Roberto Dani γεννήθηκε στην Vicenza της Ιταλίας το 1969 και ξεκίνησε να παίζει drums από την ηλικία των 7 ετών. Έχει ειδικευθεί σε μικρά μουσικά σύνολα εξερευνώντας τα όρια ανάμεσα στον αυτοσχεδιασμό και τη σύνθεση. Στις δικές του παραγωγές και σχήματα έχει συνεργαστεί με μουσικούς όπως η Norma Winstone, ο Louis Sclavis, ο Michel Godard και άλλοι. Έχει παίξει επίσης με την Annette Peacock, τον Ralph Alessi, τον Ben Monder, τον Mick Goodrick και πολλούς άλλους. Παράλληλα με το γκρουπ του Battaglia συμμετέχει και στο τριο του Giorgio Gaslini. Έχει παίξει πολλές συναυλίες σόλο και έχει ηχογραφήσει σόλο επίσης, με πιο πρόσφατο το άλμπουμ Lontano, για προπαρασκευασμένα τύμπανα, στην εταιρεία Stella Nera.

Το Τhe River of Anyder ηχογραφήθηκε τον Νοέμβριο του 2009, στην εξαιρετική ακουστική της αίθουσας συναυλιών της Ραδιοφωνίας του Lugano, με παραγωγό τον Manfred Eicher.

To βιβλιαράκι που συνοδεύει την έκδοση περιέχει αποσπάσματα κειμένων των Thomas More, Jalal ad-Din Rumi, Francis Bacon, Arthur Rimbaud, Hildegard von Bingen, και Black Elk καθώς και φωτογραφίες της Caterina di Perri.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

The Gurdjieff Folk
Instruments Ensemble
Music of Georges I. Gurdjieff
Levon Eskenian


Emmanuel Hovhannisyan: duduk; Avag Margaryan: blul; Armen Ayvazyan: kamancha; Aram Nikoghosyan: oud; Meri Vardanyan: kanon; Vladimir Papikyan: santur; Davit Avagyan: tar; Mesrop khalatyan: dap; Armen Yeganyan: saz; Reza Nesimi: tombak; Harutyun Chkolyan: duduk; Tigran Karapetyan: duduk; Artur Atoyan: dum duduk

Levon Eskenian: director

ECM 2236

Αυτό που με ελκύει ιδιαίτερα στις ενορχηστρώσεις του Levon Eskenian είναι η εξαιρετικά προσεγμένη δουλειά του, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε συνθετική προσθήκη ή υποτιθέμενη «εξυπνάδα» αποδίδοντας έναν κόσμο -τον κόσμο του Γκουρτζίεφ- που στην ουσία του είναι μια απειροελάχιστη οντότητα ήχου μέσα σε μια έρημο σιωπής. Αυτή η βαθιά σιωπή που υπάρχει στο πυρήνα του έργου του Γκουρτζίεφ, -σαν εκείνη του Εκκλησιαστή της Αγίας Γραφής ή της Αλήθειας που έρχεται από την βαθιά σιωπή μακρινών τόπων-, δεν έχει σκοτάδι. Η Γκουρτζιεφιανή σιωπή είναι καθαρή – αμόλυντη.
Tigran Mansurian

Η ECM έχει ασχοληθεί επί μακρόν με τις συνθέσεις του Γκουρτζίεφ, με αφετηρία το Sacred Hymns, που ηχογραφήθηκε το 1980 με τον Keith Jarrett και αναθέρμανε το παγκόσμιο ενδιαφέρον για τη μουσική του Γκουρτζίεφ. Τώρα, με αυτή την συναρπαστική ηχογράφηση από τον Levon Eskenian και το Gurdjieff Folk Instruments Ensemble του, η μουσική του Γκουρτζίεφ επιστρέφει στις πηγές της έμπνευσής της.

Μέχρι σήμερα οι συνθέσεις του Γκουρτζίεφ έχουν μελετηθεί, στη Δύση, κυρίως μέσω των μεταγραφών για πιάνο που έκανε ο προικισμένος βοηθός του Γκουρτζίεφ, ο Ρώσος συνθέτης Thomas de Hartmann. Τώρα, όμως, ο Levon Eskenian πηγαίνει ακόμα πιο μακριά από τη καταγραμμένη σημειογραφία, εξετάζοντας τις μουσικές παραδόσεις που ανακάλυψε ο Γκουρτζίεφ μέσα από τα ταξίδια του και αναδιατάσσει τις συνθέσεις μέσα από αυτή την οπτική. Αυτή η αποκαλυπτική ηχογράφηση δίνει στον ακροατή την εμπειρία μιας εκ του σύνεγγυς ακρόασης με όλα τα χρώματα των οργάνων της Ανατολής που χρησιμοποίησε ο Γκουρτζίεφ, χωρίς τα φίλτρα που προστέθηκαν από την δυτική κλασική ερμηνεία.
Ο Eskenian γυρνά στις ρίζες της κοσμικής και θρησκευτικής λαϊκής παράδοσης με την αρωγή των κορυφαίων παραδοσιακών μουσικών της Αρμενίας με τους οποίους ίδρυσε το Gurdjieff Folk Instruments Ensemble το 2008.

Ο Γεώργιος Γκουρτζίεφ (Γεώργιος Γεωργιάδης), φιλόσοφος, πνευματικός ηγέτης, συγγραφέας και συνθέτης, γεννήθηκε στην Αρμενία, αλλά το έργο του και ιδιαίτερα η μουσική του μόλις τώρα έχει αρχίσει να αναβιώνει στη γενέτειρά του, καθώς τα χρόνια που η Αρμενία υπαγόταν στη Σοβιετική Ένωση, οι ιδέες και η μουσική του Γκουρτζίεφ αντιμετωπίζονταν ως διπλή απειλή λόγω του ιδεολογικού και θρησκευτικού τους περιεχομένου.

Ο Levon Eskenian έστρεψε την προσοχή του στον Γκουρτζίεφ, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Ωδείο Komitas στο Ερεβάν. Η ακρόαση του Chants, Hymns and Dances το 2003 με την Anja Lechner και τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο που παρουσίαζαν νέες ενορχηστρώσεις της μουσικής του Γκουρτζίεφ τον προέτρεψαν να σκεφτεί σοβαρά σχετικά με τις πηγές του Γκουρτζίεφ, καθώς ο ίδιος αναγνώρισε σε κάποιες από τις μελωδίες που άκουγε, σκοπούς ή προσευχές που ήξερε από παιδί. Στο σημείωμά του που συνοδεύει την έκδοση ο Eskenian, έχοντας ακολουθήσει τα ίχνη κάθε κομματιού, αναφέρεται συγκεκριμένα στην καταγωγή της κάθε σύνθεσης, γεωγραφική και πνευματική.

«Λαμβάνοντας πολλά στοιχεία υπόψη, και αναζητώντας μια σφαιρική αντιμετώπιση της μουσικής του Γκουρτζίεφ, θεώρησα απαραίτητο να επιλέξω τις συνθέσεις που έχουν τις ρίζες τους στην παραδοσιακή μουσική των Ελλήνων, των Αράβων των Κούρδων των Ασσυρίων καθώς και τη μουσική από την περιοχή του Καυκάσου. Μελέτησα τόσο τη χρήση των οργάνων όσο και τους τρόπους παιξίματος, έτσι ώστε να δημιουργήσω μια εθνογραφικά ορθή ενορχήστρωση της μουσικής του Γκουρτζίεφ με τα όργανα της Ανατολής» αναφέρει ο Eskenian.

Λογική συνέχεια όλης αυτής της έρευνας ήταν η ίδρυση του Gurdjieff Folk Instruments Ensemble, το 2008. Το μουσικό σύνολο έδωσε την πρώτη του συναυλία στην Αλεξανδρούπολη (Gyumri) της Αρμενίας, γενέτειρα του Γκουρτζίεφ, και ηχογράφησε στο Ερεβάν, τον χειμώνα του 2008. Η τεχνική επεξεργασία έγινε στο Μόναχο στις αρχές του 2011.

Ο Λεβόν Eskenian είναι Αρμένιος μουσικός και γεννήθηκε στο Λίβανο το 1978. Από το 1996 ζει στην πατρίδα του. Το 2005 αποφοίτησε από το Κρατικό Ωδείο Κοmitas του Ερεβάν απ΄όπου απέκτησε και τον μεταπτυχιακό του τίτλο στο πιάνο, με τον καθηγητή Robert Shugarov. Το 2007 ακολουθεί ένας ακόμα μεταπτυχιακός τίτλος στην τάξη του καθηγητή Willy Sargsyan. Έχει επίσης σπουδάσει σύνθεση, εκκλησιαστικό όργανο, αυτοσχεδιασμό ενώ ακολούθησαν σπουδές στο τσέμπαλο στην Αυστρία και την Ιταλία με καθηγητή τον Christopher Stembridge. Ένα από τα πιο ενεργά στοιχεία στη μουσική ζωή της Αρμενίας, ο Eskernian είναι διευθυντής διάφορων μουσικών συνόλων και καλλιτεχνικών ιδρυμάτων, έχει εμφανιστεί ως σολίστ και μουσικός δωματίου με ένα τεράστιο εύρος ρεπερτορίου από την αρχή του μπαρόκ μέχρι τη σύγχρονη μουσική της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αρμενίας. Έχει διοργανώσει πολλές συναυλίες, διαλέξεις, σεμινάρια και φεστιβάλ στην Αρμενία. Είναι ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Μουσικής Δωματίου Naregatsi που διαθέτει ορχήστρα δωματίου και μικρά σύνολα, τα οποία ιδρύθηκαν για την διάδοση σπάνιου ρεπερτορίου από την παλαιά μουσική μέχρι τη σύγχρονη.

Η έκδοση που συνοδεύει το CD περιλαμβάνει ένα σημείωμα του Levon Eskenian, σχετικά με την καταγωγή των συνθέσεων που παρουσιάζονται καθώς και ένα κείμενο του Tigran Mansurian που αναφέρεται στο «Gurdjieff Folk Instruments Ensemble».

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Heinz Holliger
Johann Sebastian Bach
Ich hatte viel Bekummernis
Konzerte und Sinfonien fur Oboe


Heinz Holliger: oboe, oboe d’amore
Camerata Bern
Erich Hobarth: violin, conductor

ECM New Series 2229

Μια ηχογράφηση που απευθύνεται στους λάτρεις της μουσικής μπαρόκ, του Bach αλλά και του όμποε, βασιαμένη στην ερμηνευτική ιδιοφυΐα του Heinz Holliger.


Ο Holliger θεωρείται από την πλειοψηφία των πιο έγκυρων μουσικών κύκλων ως ο μεγαλύτερος ομποΐστας του κόσμου. Η μακρόχρονη σχέση του ομποΐστα με την Καμεράτα της Βέρνης έχει διαμορφώσει έναν σταθερό κοινό τόπο μουσικής αντίληψης. Το υποδειγματικό βιολί του Erich Hobarth και η εξαιρετική ηχογράφηση της ECM, παρέχουν τις προυποθέσεις για ένα καλλιτεχνικό γεγονός μεγάλης αξίας.

Παρότι ο Holliger ηχογραφεί συχνά με την ECM, η προηγούμενη ηχογράφηση κλασικού ρεπερτορίου ήταν οι σονάτες του Ζelenka το 2006, μια ηχογράφηση που τιμήθηκε ιδιαίτερα από τους φίλους του κλασικού ρεπερτορίου.

Ο Holliger αφιερώνει αυτό τον πολύ ιδιαίτερο δίσκο στη μνήμη του αδελφού του, τον σκηνοθέτη του θεάτρου Erich Holliger, και στον Gabriel Burgin, πιανίστα, φίλο και συνάδελφο.

To Ich hatte Bekummernis viel μεταφράζεται ως Είχα πολύ θλίψη. Ο τίτλος προέρχεται από την καντάτα του Bach BWV 21, το πιο μακροσκελές από τα θρησκευτικά του έργα, που γράφτηκε για να τιμήσει το θάνατο ενός νεαρού πρίγκηπα, έναν από τους αγαπημένους μαθητές του συνθέτη. Το έργο απεικονίζει τη διαδρομή από το σκιερό περιβάλλον της θλίψης στο φως της χαράς και της ελπίδας. Η καντάτα αυτή παίχθηκε αργότερα, αφιερωμένη αυτή τη φορά στον ξαφνικό θάνατο της πρώτης συζύγου του Bach. Το έργο είναι μια θαυμάσια σύνθεση που αξιοποιεί όλες τις χρωματικές δυνατότητες του οργάνου και σύμφωνα με τον ίδιο τον Heinz Holliger, «ένα από τα κορυφαία έργα» που γράφτηκαν ποτέ για το όμποε.
Ο Holliger, στην έκδοση που συνοδεύει το CD, αναφέρει με μεγάλη λεπτομέρεια την περίπλοκη προέλευση του κάθε έργου που ακούγεται στην παρούσα ηχογράφηση.


Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το



Διπλό CD
Charles Lloyd |
Mαρία Φαραντούρη

Athens Concert

Μαρία Φαραντούρη: τραγούδι
Charles Lloyd: τενόρο σαξόφωνο, φλάουτο, tarogato
Jason Moran: πιάνο
Reuben Rogers: ακουστικό μπάσο
Eric Harland: ντραμς
Σωκράτης Σινόπουλος: πολίτικη λύρα
Tάκης Φαραζής: πιάνο


ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ!
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΝΕΟ ΔΙΠΛΟ CD ATHENS CONCERT
ΣΤΗΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΤΙΜΗ ΤΩΝ 21 ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ

Η Μαρία και εγώ, ονειρευτήκαμε να χτίσουμε μια γέφυρα ανάμεσα στους κόσμους μας.
Αυτό το όνειρο πήρε σάρκα και οστά στο κονσέρτο στην Αθήνα.
Charles Lloyd

Ηχογραφημένο στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών στις 4 Ιουνίου του 2010, το Athens Concert είναι η πρώτη ηχογράφηση μιας νέας μεγάλης συνεργασίας: του εξαιρετικά εκφραστικού σαξοφωνίστα Charles Lloyd, και της μοναδικής Μαρίας Φαραντούρη, που όπως εύστοχα έγραψε ο πρόεδρος Μιτεράν: η Μαρία είναι σαν την ίδια την Ελλάδα: δυνατή – αγνή και άγρυπνη.

Η ηχογράφηση περιλαμβάνει τέσσερεις συνθέσεις του Charles Lloyd, τρεις του Μίκη Θεοδωράκη, το Ταξίδι στα Κύθηρα της Ελένης Καραΐνδρου -για πρώτη φορά ηχογραφημένο με τη φωνή της Μαρίας- και το Βλέφαρό μου του Νίκου Κυπουργού, πλαισιωμένες από δέκα εξαιρετικές στιγμές της παράδοσής μας που ξεκινούν ένα ταξίδι στο χώρο και το χρόνο από το Βυζάντιο, τη μεγάλη ηπειρώτικη παράδοση, τα Δωδεκάνησα και κατόπιν τη Σμύρνη, για να καταλήξουν στα παράλια του Πόντου.


Θα μπορούσε να πει κανείς πως η συνεργασία αυτή θέτει νέα δεδομένα σε αυτό που ονομάζουμε διαπολιτισμική καλλιτεχνική δημιουργία. Η μουσική αγκαλιάζει πολλές και διαφορετικές τάσεις και συναισθήματα. Άλλοτε χαρούμενη και εορταστική άλλοτε θρηνητική και αγωνιώδης. Τα τραγούδια του Charles Lloyd συνυφαίνονται με έναν μοναδικό τρόπο με τα ελληνικά τραγούδια, υπογραμμίζοντας την ουσιαστική – εσωτερική ενότητα των διαφορετικών μουσικών ιδιωμάτων.

Αγάπη, νοσταλγία, εξορία, αποχωρισμός: ο βασικός θεματικός-αφηγηματικός ιστός του ελληνικού τραγουδιού (παραδοσιακού και μεταγενέστερου) συγγενεύει και αναγνωρίζεται εξίσου αυτονόητα και στη θεματολογία της φωνητικής παράδοσης της jazz.

«Από τις πρώτες κιόλας νότες, αναγνώρισα στη φωνή της Μαρίας τη δύναμη και το βάθος του ανθρωπισμού που εκπέμπει» σημειώνει ο Charles Lloyd, περιγράφοντας το συναισθηματικό αντίκρισμα της φωνής της Μαρίας. Ένα χρόνο σχεδόν μετά την ηχογράφηση ο Lloyd δήλωσε: «Αγάπησα τη φωνή της Μαρίας από την πρώτη στιγμή που την άκουσα. Αλλά αγαπώ και τη μουσική ολόκληρη. Όσο για τη μουσική που ονομάζεται τζαζ και την οποία υπηρετώ όλη μου τη ζωή, είναι πρωτίστως η μουσική της ελευθερίας και της αναζήτησης. Και η Μαρία διαθέτει ακριβώς αυτό. Πίστευα πάντα πως όταν κάτι αναζητάς, σε αναζητά κι εκείνο. Προφανώς τη φωνή της Μαρίας την αναζητούσα πάντοτε. Κι αφού η φωνή της έφερε δάκρυα στα μάτια μου, ήξερα πως βρήκα αυτό που έψαχνα».

Όλα ξεκίνησαν όταν η Μαρία Φαραντούρη προσκλήθηκε να δώσει μια συναυλία στο πανεπιστήμιο της Santa Barbara στην Καλιφόρνια, το 2002. Ο διοργανωτής είχε καλέσει τον Charles Lloyd. Εντυπωσιασμένος από τη φωνή της, της μίλησε με τα πιο θερμά λόγια. Ένα χρόνο αργότερα, στη συναυλία που έδωσε στο Λυκαβηττό με το κουαρτέτο του, κάλεσε τη Μαρία να τον συνοδεύσει επί σκηνής σε δυο τραγούδια. «Ένιωσα πως η φωνή της θα ταίριαζε τέλεια στο τραγούδι μου Βlow Wind» θυμάται ο Charles Lloyd και συνεχίζει: «Η Μαρία, μού τραγούδησε το Κράτησα τη ζωή μου με τη συνταρακτική ποίηση του Γιώργου Σεφέρη που ρίζωσε στο ρεπερτόριό μου … Μου τραγούδησε και το Βλέφαρό μου του Νίκου Κυπουργού καθώς και πολλά ακόμα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη».
Από τότε, κάθε φορά που ο Lloyd ερχόταν στην Ελλάδα και γνώριζε καλύτερα την ιστορία και το τοπίο της, αυτός ο μουσικός διάλογος, η εναλλαγή και η ανταλλαγή τρόπων και ήχων εξελισσόταν.

«Η συνεργασία μου με τον Charles, ήταν για μένα μια καθαρή αισθητική απόλαυση, μια μοναδική εμπειρία. Οι υπέροχες μπαλάντες του Charles το Prayer, τo Blow Wind και το Requiem -σε στίχους της Αγαθής Δημητρούκα- ήταν ένας νέος ηχητικός κόσμος. Πιστεύω πως η πρόκληση ήταν πολύ μεγάλη και η αναζήτηση πολύ ενδιαφέρουσα. Δηλαδή δυο διαφορετικές μουσικές πηγές που μέσα από την κατάλληλη επεξεργασία ενώθηκαν και δημιούργησαν μια άλλη πρόταση, έναν άλλο άκουσμα. Τα τραγούδια και οι μελωδίες που εντάσσονται στην Ελληνική σουίτα έρχονται από παλιά και φέρουν ήχους αρχέγονους όπου η ευαισθησία του Charles αλλά και η δημιουργική διερεύνηση των Moran-Rogers-Harland, μεταμόρφωσαν αυτό το υλικό σε ένα πρωτόγνωρο άκουσμα. … Ο ήχος του Charles Lloyd κυριαρχεί, τόσο με τη δύναμη του μυστηρίου του όσο και με την παιδική του αθωότητα. Είναι ένας ήχος κραταιός και συγχρόνως ανάλαφρος» λέει η Μαρία Φαραντούρη.

Η πραγματοποίηση μιας συναυλίας που θα παρουσίαζε αυτή τη νέα ηχητική συνθήκη πήρε την οριστική της μορφή με τη δημιουργική συμβολή του Τάκη Φαραζή που ανέλαβε τις ενορχηστρώσεις. Η Μαρία Φαραντούρη πρότεινε την ιδέα της Ελληνικής Σουίτας. Οι πεντατονικές κλίμακες της παραδοσιακής μας μουσικής -κυρίως της ηπειρώτικης- που έχουν περάσει στο DNA της τζαζ μέσω του μπλουζ, αποτέλεσαν τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας των δύο μουσικών ιδιωμάτων. «Ο Τάκης Φαραζής συνέβαλλε καθοριστικά στο να ενώσει τα σημεία ανάμεσα στις δομές της ελληνικής μουσικής και τα ανοικτά σύνορα της μουσικής του αυτοσχεδιασμού» υπογραμμίζει ο Charles Lloyd.

Γνωστός για τη δυναμική του σχέση τόσο με την τζαζ μουσική όσο και την ελληνική, ο πιανίστας και συνθέτης Τάκης Φαραζής είναι ίσως ο ιδανικός μουσικός για μια τέτοια παραγωγή. Πέρα από τις κλασικές και τζαζ σπουδές του στο πιάνο, τη δημιουργική του θητεία στο γκρουπ Iskra, τις συνθέσεις του για το θέατρο (νεοελληνικό και αρχαίο δράμα) και τον κινηματογράφο, ο Φαραζής έχει μια μεγάλη εμπειρία στα ζητήματα της ερμηνείας ταυτόχρονα με την βαθιά του γνώση στα πιο διαφορετικά μουσικά ιδιώματα.

Η μουσική παλέτα του γκρουπ ολοκληρώνεται με την πολίτικη λύρα του Σωκράτη Σινόπουλου. «Ο μυστηριακός ήχος της λύρας δίνει μια τελείως διαφορετική διάσταση στη μουσική. Αρχέγονη σχεδόν υπνωτιστική, η επίμονη λύρα του Σωκράτη μάς ανοίγει ένα παράθυρο σε άλλους, μακρινούς πολιτισμούς» σχολιάζει ο Charles Lloyd. Ο Σωκράτης Σινόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους σολίστ της νεότερης γενιάς, ξεκίνησε τη ζωή του στη μουσική από την κλασική κιθάρα για να τον κερδίσει αργότερα η πολίτικη λύρα και το λαούτο. Έχει συνεργαστεί με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της παραδοσιακής μουσικής αλλά και της σύγχρονης τόσο στο επίπεδο της σύνθεσης όσο και του αυτοσχεδιασμού. Σε ηχογραφήσεις της ECM, έχει συμμετάσχει μέσω της συνεργασίας του με την Ελένη Καραΐνδρου [Τρωάδες (ΕCM 1810) την Ελεγεία του Ξεριζωμού (ECM 1952) και το Λιβάδι που δακρύζει (ΕCM 1885)].

Η Μαρία Φαραντούρη έχει επίσης συμμετάσχει σε ηχογράφηση της ECM, ερμηνεύοντας τραγούδια της Ελένης Καραΐνδρου, με την οποία συνδέεται με βαθιά σχέση φιλίας και συνεργασίας από την δεκαετία του ΄60, την εποχή των σπουδών και των πρώτων αναζητήσεων. Η πρώτη δισκογραφική παρουσία της Ελένης Καραϊνδρου, η Μεγάλη Αγρυπνία σε ποίηση του Κ.Χ. Μύρη, πραγματοποιήθηκε με ερμηνεύτρια την Μαρία Φαραντούρη.

Η Μαρία Φαραντούρη με την πορεία της και τις επιλογές της σμίλευσε το πορτραίτο μιας νέας μορφής τραγουδίστριας: Μιας ανήσυχης και συνειδητοποιημένης γυναίκας. Τραγουδώντας από τα 16 της χρόνια τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη έγινε το σύμβολο της αντίστασης και της ελευθερίας για χιλιάδες ανθρώπους στη διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα. Ήταν η περίοδος που η Daily Telegraph την ανακήρυττε ως Μαρία Κάλλας των λαών και η Le Monde ως Joan Baez της Μεσογείου, αφιερώνοντάς της δεκάδες σελίδες με διθυράμβους που αφορούσαν τη σπάνια ερμηνεία της, τη σκηνική της παρουσία αλλά και την κοινωνική της δράση.

Η Μαρία Φαραντούρη παραμένοντας πιστή στον δρόμο που έχει χαράξει, με γνώμονα την ποιότητα και την υψηλή αισθητική, άρχισε «ν’ ανοίγει» το ρεπερτόριό της μετά τη μεταπολίτευση. Εκεί, άλλωστε την οδηγούσε η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Πολίτης και καλλιτέχνης του κόσμου έχει ζυμωθεί με ξένους καλλιτέχνες και έχει συμπράξει σε διεθνή φεστιβάλ με σπουδαίες προσωπικότητες του τραγουδιού και της Τέχνης, μέσα από αναρίθμητες πρωτοβουλίες, παραγωγές και αναζητήσεις νέων δρόμων έκφρασης.
Στη δισκογραφία του θρυλικού σαξοφωνίστα Charles Lloyd σπάνια συναντώνται «φωνές», αν εξαιρέσει κανείς κάποιες συμμετοχές σε ροκ και ποπ παραγωγές τη δεκαετία του ΄70. Ίσως γιατί το ίδιο το σαξόφωνο, το φλάουτο ή το tarogato είναι από τη φύση τους «η φωνή» της ορχήστρας που αποδίδει το αίσθημα των μπλούζ, την κραυγή του μουεζίνη ή τη ράγκα του τέλους μιας μέρας. Η αίσθησή του για τη μελωδία είναι βαθιά, είτε αναζητά ένα νέο νόημα στο κλασικό ρεπερτόριο της τζαζ είτε εξορύσσει συγκίνηση από τα spirituals. Από την αρχή της καριέρας του, ο Lloyd έχει αποδειχθεί ένας διορατικός επικεφαλής γκρουπ, έχοντας κατά γενική ομολογία ένα από τα καλύτερα μουσικά σχήματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι συνεργάτες του, σταθεροί εδώ και τέσσερα χρόνια, είναι ο Jason Moran στο πιάνο ο Reuben Rogers στο ακουστικό μπάσο και ο Eric Harland στη ντραμς. Παρότι ο Moran έχει το δικό του γκρουπ και αποσπά συνεχώς διακρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο με σημαντικότερη αυτήν του καλλιτέχνη της χρονιάς από το περιοδικό DownBeat, πάντα αφήνει χώρο και χρόνο για τον Charles Lloyd, γιατί νιώθει πως έχει πολλά να μάθει ακόμα. Ο Lloyd αντίστοιχα είναι απόλυτα ικανοποιημένος από τον τρόπο που το τρίο προσεγγίζει τις συνθέσεις του. Η ρυθμική ευελιξία που μοιράζονται οι τρεις μουσικοί σε συνδυασμό με την απαράμιλλη μουσικότητα τους στηρίζει το τελικό αποτέλεσμα ενόσω παράλληλα διατυπώνει το νόημα της χαράς στη μουσική.

Οι μίξεις του Αthens Cocncert έγιναν στο Όσλο τον Δεκέμβριο του 2010 και τον Ιανουάριο του 2011 από τον Manfred Eicher και τον Jan Erik Kongshaug.

Μετά από μια πυκνή περιοδεία του κουαρτέτου του Charles Lloyd στην Ευρώπη θα παρουσιαστεί το Athens Concert στο Landsberg της Γερμανίας την 1η Νοεμβρίου, στο JazzFest Berlin την 6η Νοεμβρίου με αποκορύφωμα το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 9 Νοεμβρίου.
Η έκδοση που συνοδεύει το CD, περιλαμβάνει σημειώματα του Charles Lloyd και της Μαρίας Φαραντούρη, τις αποδώσεις των στίχων στα αγγλικά καθώς και φωτογραφίες των καλλιτεχνών από τη συναυλία και τις πρόβες.

Κράτησα τη ζωή μου – Dream Weaver – Blow Wind – Requiem

Ελληνική Σουίτα [Μέρος 1ο]: Ύμνος στην Αγιά Τριάδα – Επάνω στο ξερό χώμα – Μέσα στους παραδείσιους κήπους της καρδιάς μου – Ταξίδι στα Κύθηρα –

Prayer – Ελληνική Σουίτα [Μέρος 2ο]: Bλέφαρο μου – Μαργαριταρένια – Θαλασσάκι μου

Ελληνική Σουίτα [Μέρος 3ο]: Ηπειρώτικο μοιρολόι – Καίγομαι και σιγολιώνω – Μωρή Κοντούλα Λεμονιά – Αλησμονώ και χαίρομαι – Του Ήλιου το Κάστρο – Γιάννη μου το μαντήλι σου.

OI ΠPΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΕΘΝΗ ΤΥΠΟ



«…Και όταν η Μαρία Φαραντούρη συναντάται με τον Charles Lloyd στο γαλήνιο spiritual “Prayer” οι φωνές τους υφαίνονται σε μια και φαίνονται φτιαγμένες η μία για την άλλη.»

Εδώ, η εκφραστική θερμή με το πυκνό βιμπράτο φωνή της αποδεικνύει ότι οι ρίζες της μπορεί να βρίσκονται στην Ελλάδα, όμως έχει εύκολα την ικανότητα να περνά στο περιβάλλον της mainstream τζαζ.»
www.allaboutjazz.com 04/09/2011 ΝΥ

«…Με το σαξόφωνο του Lloyd να τυλίγεται γύρω από το πλούσιο κοντράλτο της Μαρίας Φαραντούρη, το αποτέλεσμα είναι μουσική υψηλού πνευματικού κάλλους.»
The Times UK 27/08/2011

«…Το -σαν φθινοπωρινά φύλλα- “Requiem” του Lloyd βρίσκει το πιάνο του Jason Moran να καθρεφτίζει λαμπερά το φραζάρισμα της Φαραντούρη στον ελληνικό στίχο.»
The Guardian UK 26/08/2011

«Οι αέρινοι τόνοι και οι θρηνητικοί κελαρυσμοί του Charles Lloyd επεξεργάζονται και δένουν με την ακριβή άρθρωση και το κλασικό βιμπράτο της Φαραντούρη…»
The Financial Times

«Το πνευστό του Lloyd και το κοντράλτο της Φαραντούρη μοιράζονται μια τονική έκταση και οι δύο μουσικοί έχουν το χάρισμα να επιβάλλουν τον κόσμο τους στη σιωπή. Κατέχουν το ίδιο εκστατικό συναισθηματικό πεδίο.»
Stereophile, September 2011

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Amina Alaoui

Arco Iris


Amina Alaoui: φωνή, ντέφι
Saïfallah Ben Abderrazak: βιολί
Sofiane Negra: ούτι
José Luis Montón: flamenco κιθάρα
Eduardo Miranda: μαντολίνο
Idriss Agnel: κρουστά, ηλεκτρική κιθάρα
«Αυτή η μουσική περιγράφει μια Ιβηρική χερσόνησο όχι όπως είναι αλλά όπως θα μπορούσε να είναι. Πρόκειται για μια ποιητική γεωγραφία που ονειρεύεται το απίθανο: ανθρώπινoι ορίζοντες που ξεπερνούν τα σύνορα, λυρικά ιδιώματα της Μεσογείου που είναι ανοικτά στο σύμπαν, στην ευφυΐα της ύπαρξης και στην επικοινωνία. Μουσική και στίχοι διερευνούν αυτές τις δυνατότητες με έναν στόχο:. την πηγαία έκφραση».
Amina Alaoui

Μετά την εξαιρετική της ερμηνεία στο Siwan του Jon Balke που ηχογραφήθηκε το 2007/8 η Amina Alaoui ξετυλίγει ένα ουράνιο τόξο μουσικών δυνατοτήτων, το δικό της Arco Iris. Πρόκειται για ένα ισχυρό λυρικό άλμπουμ που το απογειώνει η συνάντησή του με διάφορα μουσικά ιδιώματα που συνδέονται μεταξύ τους. «Αυτή τη φορά», λέει η Alaoui, «δεν υπάρχει καμιά ανάγκη συζήτησης για την προέλευση των fado, του φλαμένκο ή της Αραβο-ανδαλουσιανής παράδοσης» καθώς η μουσική από μόνη της αναδεικνύει τους κοινούς τόπους των παραδόσεων και κατ’ επέκταση του στυλ Η αντίληψη της Amina, οι ερμηνευτικές της αρετές της ίδιας αλλά και του υπέροχου μουσικού της συνόλου φωτίζουν την ενότητα των πολιτισμών με έναν απόλυτα φυσικό, αυτονόητο τρόπο. Ωστόσο, όπως και η ίδια επισημαίνει, «θα πρέπει πρώτα να έχεις αφομοιώσει τις ρίζες σου, για να μπορείς να απορροφήσεις τον πολιτισμό των άλλων...». Ιστορική γνώση, μελέτη, αποσαφήνιση είναι απαραίτητα, αλλά χρειάζεται να γίνουν περισσότερα: «Είμαι ένας καλλιτέχνης του σήμερα. Απέχω πολύ από την απλή αναπαραγωγή του στυλ του παρελθόντος».

Τραγουδίστρια, συνθέτρια, ποιήτρια και ερευνήτρια με διακρίσεις η Amina Alaoui γεννήθηκε στη Φεζ. Ξεκίνησε τις σπουδές της μελετώντας τη μαροκινή παράδοση Gharnati, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς στη δουλειά της. Σπούδασε επίσης ευρωπαϊκή κλασική μουσική από την παιδική ηλικία. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όπου μελέτησε μεσαιωνικό τραγούδι με τον Henri Agnel και περσικό τραγούδι με τον Djallal Akhbari, κρατώντας πάντα ζωντανό το ενδιαφέρον της για τα σημεία επαφής των διαφορετικών παραδόσεων. Η Amina Aloui έχει αποσπάσει πολλά διεθνή βραβεία, ανάμεσά τους, το Prix dInterprétation du festival de Musique Arabo-andalouse dOran (Αλγερία), το Prix dExcellence au Festival Ghanati dOijda (Μαρόκο) καθώς και το Prix dHonneur du Festival de Musique Classique Arabe της Όπερας του Καΐρου. Είναι επίσης βραβευμένη από την περίφημη Βίλλα των Μεδίκων (τη Γαλλική Ακαδημία Τεχνών) για την μουσικολογική της έρευνα γύρω από τη συνύπαρξη διαφορετικών ρευμάτων στις λαϊκές παραδόσεις καρπός της οποίας είναι και το Arco Iris.

Ο δίσκος ηχογραφήθηκε τον Απρίλιο του 2010 στην αίθουσα συναυλιών του Audiorium RSI στο Λουγκάνο με παραγωγό τον Manfred Eicher. Η Alaoui πλαισιώνεται από ένα πραγματικά πολυεθνικό σύνολο: ο βιολιστής Saïfallah Ben Abderrazak και ο ουτίστας Sofiane Negra είναι από την Τυνησία. Ο Negra συνεργάζεται με την Alaoui εδώ και πολλά χρόνια και έχει μεγάλη εμπειρία, στις διαπολιτισμικές συνεργασίες, όπως για παράδειγμα, με τον φλαμένκο τραγουδιστή Ines Bacan αλλά και με πολλούς μουσικούς της τζαζ. Ενδιαφέρουσα προσωπικότητα ο Abderrazak με τις διαφορετικές του ιδιότητες ως φυσικός ειδικευμένος σε ζητήματα ακουστικής αλλά και ως μέλος της Συμφωνικής Ορχήστρας της Τύνιδας. Ο κιθαρίστας José Luis Monton από τη Βαρκελώνη έχει ένα πιστό διεθνές κοινό ( ένα σόλο άλμπουμ μου του πρόκειται να κυκλοφορήσει από την ECM). Ο Eduardo Miranda που παίζει μαντολίνο γεννήθηκε στη Βραζιλία, ενώ ζει τις τελευταίες δύο δεκαετίες στην Πορτογαλία, και οι επιδράσεις του από το choro και το fado μέσα από μια τζαζ φρασεολογία είναι εμφανείς. Νεότερο μέλος της ομάδας, ο Idriss Agnel, γιος της Amina Alaoui, σπούδασε μουσική στο Maîtrise Notre Dame de Paris από την ηλικία των επτά ετών. Είναι καταξιωμένος ως πολυ-οργανίστας. Σ’ αυτή την ηχογράφηση παίζει κρουστά και ηλεκτρική κιθάρα (σε μια σύνθεση). Οι απαστράπτουσες συνομιλίες μεταξύ των μουσικών και η επικοινωνία τους με την Alaoui δημιουργούν συναρπαστικές μουσικές εικόνες στο Αrco Iris.

Τα τραγούδια προέρχονται από διάφορες πηγές. Tα κείμενα και κάποιες από τις μελωδίες έχουν ηλικία χιλιάδων χρόνων. Η Amina παρουσιάζει την μυστικιστική ποίηση της Αγίας Τερέζας της Άβιλα, ποιήματα του βασιλιά της Σεβίλλης Ibn Al Mutamid Abbad του 11ου αιώνα καθώς και του φυσιολάτρη ποιητή Ibn Khafaja (του 10ου αιώνα). («Τίποτα πιο όμορφο, Ανδαλουσιάνοι μου / από τα πλούσια περιβόλια / τους κήπους, τις σκιές και τα ποτάμια /και τις κρυστάλλινες πηγές σας».). Υπάρχει ένα fado του 20ου αιώνα από την πένα του Antonio de Sousa Freitas και το γνωστό κείμενο του 15ο αιώνα Las Morillas de Jaén όπου η Amina βάζει τη δική της μουσική (το ίδιο κείμενο σε μια πολύ διαφορετική απόδοση συναντάται και στο Officium Novum των Jan Garbarek και Hilliard Ensemble).

Το τελευταίο τραγούδι του δίσκου, το ομώνυμο Arco Iris, είναι ένας ύμνος στο Ουράνιο Τόξο: «Σε μια αγκαλιά ο ήλιος και η βροχή (...), γέφυρα στο στερέωμα», και παρακάτω «Ήχοι / από χρώμα, ήχοι από φως /υφαίνουν αρμονία».

Το βιβλιαράκι που συνοδεύει την έκδοση περιέχει ένα σημείωμα της Amina Alaoui στα Γαλλικά και τα Αγγλικά τους στίχους των τραγουδιών στην αγγλική τους απόδοση καθώς και φωτογραφίες από την ηχογράφηση.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Ricardo Villalobos

Max Loderbauer

Re: ECM

Ricardo Villalobos: ηλεκτρονικά
Max Loderbauer: ηλεκτρονικά

Με έδρα το Βερολίνο οι DJs και συνθέτες Ricardo Villalobos και Max Loderbauer - δύο από τα πιο γνωστά ονόματα της σύγχρονης electronica - μοιράζονται το θαυμασμό τους για τη μουσική της ECM, σε ένα μοναδικό διπλό άλμπουμ της ειδικά σχεδιασμένο. Η δουλειά τους μεταφέρει τη μουσική της ECM σε ένα άλλο σύστημα αναφοράς και ακρόασης. Είναι βέβαιο ότι θα είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα άλμπουμ της χρονιάς.


Χρησιμοποιώντας τη μουσική της ECM ως σημείο εκκίνησης, Villalobos και Loderbauer δημιούργησαν μια νέα μουσική που κινείται και γεφυρώνει πολλούς και διαφορετικούς ηχητικούς κόσμους: Την new electronica, τη minimal techno και τη μουσική της ECM.

Πρώτες ύλες τους οι μουσικές των Christian Wallumrød, Alexander Knaifel, Louis Sclavis, John Abercrombie, Bennie Maupin, Arvo Pärt, Wolfert Brederode, Paul Giger.

Ευχαριστημένος με τη δημιουργική σύλληψη των δυο καλλιτεχνών, ο Manfred Eicher τους έδωσε το πράσινο φως να πειραματιστούν όπως ήθελαν με τη μουσική της ECM. Ο ίδιος επόπτευσε το mastering του Re: ECM στο Μόναχο, ολοκληρώνοντας μια μοναδική ηχητική εμπειρία

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Michael Mantler

For Two


Bjarne Roupé: Κιθάρες
Per Salo: πιάνο


Το For Two, μια εντυπωσιακή ηχογράφηση νέων συνθέσεων για πιάνο και κιθάρα, όπου συμπυκνώνεται όλη η αναλυτική σκέψη του Michael Mantler απέναντι στη σύνθεση, που υπήρξε ανέκαθεν κεντρικός άξονας στη δουλειά του. Από τα μέσα της δεκαετίας του’60, όταν ίδρυσε το Jazz Composer’s Guild και καθιέρωσε την Jazz Composer’s Orchestra, τον απασχολούσε πάντα το πώς η αυτοσχεδιαστική ενέργεια μπορεί να διοχετεύεται δημιουργικά.

Καρπός αυτής της προσπάθειας ήταν μια σειρά εξαιρετικών ηχογραφήσεων στις ετικέττες της JCOA, της WATT και της ECM. Ο Mantler συχνά διερευνά τρόπους μέσα από τους οποίους η σύγχρονη σύνθεση και ο αυτοσχεδιασμός θα συνυπάρξουν ως αξίες συμπληρωματικές θα ανταλάσσουν δεδομένα και θα αντλούν αμοιβαία έμπνευση. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το For Two, όπου η «καθαρή» σύνθεση συναντά τον αυτοσχεδιασμό.

Με μόνο δύο όργανα να συμμετέχουν στο έργο, το πιάνο εκπροσωπεί ουσιαστικά όλη την ορχηστρική αντίληψη του Mantler με ερμηνευτή έναν σολίστ κλασικής και σύγχρονης μουσικής (όπου τον χαρακτηρίζει η καθαρότητα και η ακρίβεια) σε συνδυασμό με την κιθάρα και έναν μουσικό της jazz, όπου ο αυτοσχεδιασμός και η ελευθερη ερμηνεία κυριαρχούν.

Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στη Νότια Γαλλία και στη Δανία. Στη συνέχεια ο Mantler επεξεργάστηκε το υλικό και μετά ακολούθησε τη διαδικασία της μίξης και της τελικής επεξεργασίας το 2010 στο στούντιο La Buissonne, έξω από την Αβινιόν.

Γεννημένος στη Σουηδία το 1952, σήμερα κάτοικος Κοπεγχάγης, ο κιθαρίστας Bjarne Roupé έχει ηχογραφήσει με πολλά δικά του γκρουπ και με ένα πλήθος διεθνών μουσικών και συνόλων. Ανάμεσά τους, ο Palle Mikkelborg, [στο άλμπουμ Miles Davis Αura], η Danish Radio Big Band, η Marilyn Mazur, ο Dizzy Gillespie, ο Eddie Harris, ο Bob Brookmeyer, ο Jimmy Smith, ο Toots Thielemans, ο Hermeto Pascoal, ο Clark Terry, ο Van Morrison, ο Georgie Fame, ο Johnny Griffin, ο Art Farmer. O Roupé είναι κατά παράδοση σολίστας στα διάφορα μουσικά σύνολα που έχει δημιουργήσει ο Mantler συμμετέχοντας σε κονσέρτα και ηχογραφήσεις σε διάφορες παραγωγές, όπως το Cerco Un Paese Innocente (ECM 1556) το School of Understanding (ECM 1648). Καθώς και συμμετοχές στα άλμπουμ Songs and One Symphony (ECM 1721) καιHide and Seek (ECM 1738 ). Η πιο πρόσφατη συνεργασία του με τον Mantler ήταν στο Guitar Concerto που πρωτο-παρουσιάστηκε στο JazzFest 2007 του Βερολίνου και ηχογραφήθκε στη συνέχεια στο άλμπουμConcertos (ΕCM 2054).

Γεννημένος στη Κοπεγχάγη το 1962 ο Per Salo σπούδασε όργανο και πιάνο στη Δανία την Ιταλία και τις ΗΠΑ. Δραστήριος μουσικός τόσο ως σολίστ όσο και ως μουσικός δωματίου κατέχει ένα πλούσιο ρεπερτόριο σύγχρονης μουσικής. Πρόσφατα εμφανίστηκε σε μια σειρά κονσέρτων στη Γερμανία και στη Δανία ερμηνεύοντας ως σολίστ την Turangalila Symphony του Olivier Messiaen. Το 1997 η εταιρεία Chandos κυκλοφόρησε ένα σόλο δίσκο του, το Concerto in Due Tempi, του Per Nørgaard, που πρωτοπαρουσιάστηκε με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Δανίας όταν ο συνθέτης απέσπασε το βραβείο Léonie Sonning. Ο Salo είναι αποδέκτης πολλών μουσικών διακρίσεων και βραβείων, ανάμεσά τους, το Μέγα Καλλιτεχνικό Βραβείο των Δανών Μουσικοκριτικών.

Μετά από 25 χρόνια διαβίωσης στις ΗΠΑ, ο Μάικλ Mantler (γεννημένος το 1943 στη Βιέννη), διέκοψε τη συνεργασία του με WATT Records, την ετικέτα που ίδρυσε με την Carla Bley και επέστρεψε στην Ευρώπη το 1991. Τώρα ζει στη Δανία και τη Γαλλία, και ηχογραφεί για την ECM.

Η δισκογραφία του στην ECM περιλαμβάνει το Folly Seeing All This σε συνεργασία με το κουαρτέτο εγχόρδων Balanescu, και τον Jack Bruce να τραγουδά το ομώνυμο κομμάτι, βασισμένο σε ποίηση του Samuel Beckett το 1992. Μια σουίτα από τραγούδια για φωνή, μεγάλη ορχήστρα και σύνολο δωματίου εμπνευσμένη από την ποίηση του Giuseppe Ungaretti υπό τον τίτλο Cerco un Paese innocente, ηχογραφήθηκε το 1994. Στην όπερα School of Understanding (1996) ο Mantler καταθέτει το πρώτο του λιμπρέτο. Ο Mantler σε όλη τη δημιουργική του πορεία συνδιαλεγόταν με κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Becket, Pinter, Gorey, Soupualt κλπ). Τραγουδιστές αυτής της παραγωγής ήταν ο Jack Bruce, ο Robert Wyatt, η Mona Larsen και η Susi Hyldgaard. Μια μεγάλη ορχηστρική σύνθεση υπό τον τίτλο One Symphony, ηχογραφήθηκε με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Φρανκφούρτης και αρχιμουσικό τον Peter Rundel, το 1998.

Το Hide And Seek (2000) ήταν μια μουσική ερμηνεία του ομώνυμου θεατρικού έργου του Paul Auster, με τον Robert Wyatt και την Susi Hyldgaard στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η ανθολογία Review(ηχογραφήσεις 1968 - 2000) διαγράφει όλη την καλλιτεχνική πορεία του Mantler ταξιδεύοντας πίσω στο χρόνο για να κορυφωθεί με την ερμηνεία του Pharoah Sanders και της JCOΑ, το 1968.

Ο δίσκος Concertos, ηχογραφήθηκε το 2007/8, με την Kammerensemble Neue Musik του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Roland Kluttig και με σολίστ τους Roswell Rudd, Nick Mason, Majella Stockhausen, Pedro Carneiro, Bob Rockwell, και τον ίδιο τον Mantler στην τρομπέτα. «Είναι μια δεύτερη ματιά στη δουλειά της JCO. Οι συνθέσεις τώρα υποστηρίζονται από ένα κλασικό αλλά ευέλικτο σύνολο δωματίου καθώς και από νέους τζαζ και ροκ μουσικούς», λέει ο Μantler.

Τα τελευταία χρόνια ο Michael Mantler έχει κερδίσει πολλά βραβεία για το σύνολο του έργου του. Ανάμεσά τους το Αυστριακό Κρατικό Βραβείο για την Αυτοσχεδιαζόμενη Μουσική, το Prandtauer Prize της πόλης που πέρασε την πρώτη του νεότητα (St. Pölten) καθώς και το βραβείο της πόλης της Βιέννης.

Το For Two παρουσιάστηκε στο κλαμπ Porgy & Bess στη Βιέννη στις 19 Ιουνίου, ενώ πολλά κονσέρτα θα ακολουθήσουν.


Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ






Mathias Eick
Skala


Mathias Eick: τρομπέτα, βιμπράφωνο, ηλεκτρική κιθάρα, ακουστικό μπάσο
Tore Brunborg: τενόρο σαξόφωνο
Andreas Ulvo: πιάνο
Morten Qvenild: πλήκτρα
Audun Erlien: ηλεκτρικό μπάσο
Torstein Lofthus: ντραμς
Gard Nilssen: ντραμς
Sidsel Walstad: άρπα


Το νέο άλμπουμ του νορβηγού τρομπετίστα Mathias Eick διευρύνει την κατεύθυνση και τις ιδέες που χάραξε η πρώτη του εξαιρετικά πετυχημένη συνεργασία με την ECM, το άλμπουμ The Door που ηχογραφήθηκε το 2007. «Είναι μια ηχογράφηση ευρύτερη και μεγαλύτερη σε όλες τις κατευθύνσεις» λέει ο Eick.

Tο άλμπουμ Skala ενεργοποίησε τις δυνάμεις περισσότερων μουσικών και σε ορισμένες περιπτώσεις δύο ντράμερ, φτάνοντας έτσι σε πιο λεπτομερείς ενορχηστρώσεις. Αυτό που παραμένει σταθερό είναι το λυρικό παίξιμο του Eick ως το κέντρο της παραγωγής. Η κομψή τρομπέτα του Mathias Eick έχει ακόμα μεγαλύτερο χώρο για να τραγουδήσει.

«Το Skala ακολούθησε τη λογική ηχογράφησης μιας ποπ παραγωγής» εξηγεί ο Eick. Εκεί που οι περισσότεροι δίσκοι της ECM χρειάζονται την περίφημη ταχύτητα των τριών ή τεσσάρων ημερών για να ολοκληρωθούν, αυτή η ηχογράφηση ξεκίνησε με πέντε εβδομάδες στο Cabin Recorders Studio του Όσλο, όπου αρχικά μόνος ο Mathias, σκιαγράφησε το δίσκο με μια ποικιλία οργάνων και στη συνέχεια κάλεσε κάποιους από τους μουσικούς να παίξουν όπου χρειαζόταν. Η ηχογράφηση συνεχίστηκε στο Bugge Wesseltoft, το βιμπράφωνο προστέθηκε στο Pooka Studio και το άλμπουμ ολοκληρώθηκε στο Rainbow Studio όπου έγιναν οι μίξεις με τον Mathias και τον Manfred Eicher και με μηχανικό ήχου τον Jan Erik Kongshaug.

To άλμπουμ αντλεί το υλικό του από νέες και παλαιότερες συνθέσεις, όλες από την πένα του Mathias. Η έμπνευσή του έχει την καταγωγή της σε μια πληθώρα επιδράσεων, από την κλασική μουσική έως την ποπ. Η ομώνυμη σύνθεση Skala, είναι μια μελωδία που όπως λέει ο ίδιος, τον ακολουθούσε για χρόνια. Ανάμεσα στις αναφορές του συγκαταλέγεται και το τραγούδι του Sting Shape of My Heart, του 1993. Είναι ένα από τα δύο κομμάτια του δίσκου που ακούμε το εκφραστικό σαξόφωνο του Tore Brunborg.

Το Edinburgh γράφτηκε στη σκωτσέζικη πόλη, αλλά η πηγή της έμπνευσής του βρίσκεται στον Νορβηγό συνθέτη Edvard Grieg και το θρηνητικό σαξόφωνο του Jan Garbarek. «Δεν είναι πάντα εύκολο να γράψεις μουσική όταν περιοδεύεις. Όμως, όταν παρουσιάζαμε το the Door είχαμε μια ωραία περιοδεία στη Βρετανία, με κάποια πολύ ωραία πιάνα με ουρά, και μερικές φορές είχα παραμείνει στη σκηνή μετά τις συναυλίες - με όλους γύρω μου να συσκευάζουν όργανα! - και δοκίμαζα κάποια πράγματα. Έτσι προέκυψε αυτή η μελωδία» θυμάται Mathias.

Ο Eick περιγράφει το June, ως ένα φωτεινό και ήρεμο κομμάτι, μια ανάμνηση του καλοκαιριου. Υπάρχει εδώ η παρουσία της άρπας από την κλασική αρπίστα Sidsel Walstad, που σήμερα συνεργάζεται με την Συμφωνική Ορχήστρα της Νορβηγικής Τηλεόρασης.

Το Oslo, το πιο δυναμικό κομμάτι του δίσκου είναι ένας σκοπός της πόλης- μια σύνθεση που κατευθύνεται από το ρυθμό της, με αναφορά στους Radioahead ανάμεσα στις υπόλοιπες ποπ αναφορές του. Το Oslo επίσης, τοποθετεί δύο ντράμερ επί σκηνής. Σημαντική εδώ είναι και η συμβολή του κιμπορντίστα Morten Qvenild.

To Joni είναι, φυσικά μια αναφορά στη Joni Mitchell, καθώς ο Eick θαυμάζει τη δουλειά της εδώ και χρόνια. Μια συγκεκριμένη αναφορά υπάρχει εδώ στο τραγούδι Both Sides Now στην ορχηστρική διασκευή του Vince Mendoza. «Με άγγιξε πραγματικά αυτό το τραγούδι. Και αυτή μου η σύνθεση είναι αρκετά παλιά. Και καθώς είχα τώρα τους σωστούς μουσικούς στη σωστή στιγμή σκέφτηκα πως ήταν μια καλή ευκαιρία να ανατρέξω σε κάποιο παλαιότερο υλικό τοποθετώντας το ανάμεσα στο νέο διαμορφώνοντας έτσι ένα άλμπουμ».

Το Biermann είναι μια αναφορά στο σπίτι του Eick στο Όσλο, ένας χώρος που κάποτε ανήκε σε έναν Γερμανό έμπορο, ονόματι JF Bierman, τον 19ο αιώνα. «Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ένα αφιέρωμα στο χώρο που δουλεύω. Έχω ένα πιάνο εκεί και κάποιο στοιχειώδη εξοπλισμό για ηχογράφηση. Είναι ένας εξαιρετικός χώρος εργασίας».

Το The Day After έχει αναφορές στη δεκαετία του ’70, και είναι επηρεασμένο από πολύ διαφορετικές πηγές: από τη συνεργασία Garbarek-Jarrett στο Βelonging μέχρι τα ροκ σφυροκοπήματα του πιάνου του Elton John. «Ο ρυθμός είναι σίγουρα παλιός – και όχι ιδιαίτερα συνδεδεμένος με την τζαζ (γέλια). Εντέλει είναι μάλλον ένας ποπ ρυθμός» αναφέρει ο Mathias. Ωστόσο, ο Tore Brunborg και ο Mathias Εick παίζουν εξαιρετικά σόλο που μάλλον θυμίζουν μια τζαζ οργάνωση.

To Epilogue αναπτύσσεται μέσα από την απλή ιδέα των αντιθέσεων, καθώς η απαλή τρομπέτα του Eick συναντιέται με το θυελλώδες παίξιμο του ντράμερ Torstein Lofthus. «Ο Tostein συγκαταλλέγεται ανάμεσα στους καλύτερους rock and roll, heavy metal και τζαζ ντράμερς της Νορβηγίας. Είναι ένας πραγματικός στάρ και ήθελα να αναδείξω πόσα πράγματα μπορεί να κάνει».

Σε αρκετές συνθέσεις, ο Lofthus συνεργάζεται με τον ντράμερ συναδέλφό του Gard Nilssen. Ο Nilssen έκανε μαθήματα με τον Audun Kleive (που παίζει τύμπανα στο The Door) από την ηλικία των επτά ετών και διαμορφώνεται σε έναν μουσικό που αποσπά ιδιαίτερο θαυμασμό. Πρόσφατα κέρδισε το νορβηγικό βραβείο Jazz με το συγκρότημα Puma. «Είναι περισσότερο γνωστός ως τζαζ και και free jazz ντράμερ στη Νορβηγία, παρότι παίζει και σε ποπ σχήματα», λέει ο Mathias. Και οι δύο ντράμερ είναι στο νέο κουιντέτο του Eick. Το γκρουπ συμπληρώνεται από τον πιανίστα Andreas Ulvo και τον μπάσο-κιθαρίστα Audun Erlien. Ο Ulvo έχει συνεργαστεί στενά με την τραγουδίστρια Solveig Slettahjell και έχει ηχογραφήσει διάφορα άλμπουμ ως επικεφαλής του Eple Trio και του Ulvo Ensemble. Ένας μελωδικός-χαρισματικός πιανίστας, και επίσης ένας αφοσιωμένος φωτογράφος (η φωτογραφία του πορτρέτου του Eick στην έκδοση που συνοδεύει το cd είναι δική του). Ο Audun Erlien, το μόνο μέλος που παραμένει στο γκρουπ από την εποχή του The Door έχει εξελίξει το σφριγηλό του μπάσο μέσα από τη μουσική του Nils Petter Molvaer.

Το γκρουπ ξεκινά μια μεγάλη περιοδεία για να παρουσιάσει το νέο άλμπουμ. Οι πρώτες ημερομηνίες έχουν ήδη ανακοινωθεί και είναι: National Jazzvenue, Oslo (5 Μαρτίου) Jazzklubb, Arendal (7 Μαρτίου), Jazzforum, Hadeland (11 Μαρτίου), Union Scene, Drammen (12 Μαρτίου), Jazzforum, Stavanger (17 Μαρτίου), Sardinen, Bergen (18 Μαρτίου) Dokkhuset, Trondheim (19 Μαρτίου), Jazzklubb, Tromsø (20 Μαρτίου), Voss Jazzfestival (16 Απριλίου), Jazz Ahead, Bremen (29 Απριλίου), Stadtgarten, Köln (2 Μαίου), Centralstation, Darmstadt (3 Μαίου), Ampere, Munich (4 Μαίου), Midtsommerjazz Festival, Ålesund (18 Ιουνίου), Festspillene in North Norway, Harstad (20 Ιουνίου), Pumpwerk, Wilhelmshaven (4 Αυγούστου), Park der Gãrten, Bad Zwischenahn (5 Αυγούστου).

Ο Mathias Eick (γεν. 1979) έκανε την πρώτη εμφάνισή του στην ECM στην ηλικία των 23 ετών, παίζοντας στο Evening Falls, το άλμπουμ του κιθαρίστα Jacob Young. Από την αρχή, οι κριτικοί αντέδρασαν πολύ θετικά με τους διαυγείς μελωδικούς αυτοσχεδιασμούς του Eick συγκρίνοντάς τον μάλιστα με τον Kenny Wheeler. Πράγματι ο Wheeler είναι ένας από τους τρομπετίστες που επέδρασαν στο παίξιμο του Eick, αλλά έχει επίσης επιδράσεις από μουσικούς σαν τον Chet Baker, τον Dizzy Gillespie, τον Clifford Brown, τον Ruby Braff, τον Tomasz Stanko, τον Nils Petter Molvaer, τον Arve Henriksen και πολλών ακόμα διακεκριμένων μουσικών. «Θέλησα να δημιουργήσω έναν ήχο που να είναι ένας συνδυασμός όλων των ήχων που αγάπησα», είχε δηλώσει ο Eick στον συντάκτη Τόμας Erdmann.

Άλλες συμμετοχές του Mathias Eick στην ECM, περιλαμβάνουν συνεργασίες με την Φιλανδή συνθέτρια/πιανίστα/αρπίστα Iro Haarla (πρόσφατα κυκλοφόρησε και ο νέος της δίσκος Vespers) με τον Manu Katché στο Playground συμμετέχοντας μάλιστα και στην περιοδεία που ακολούθησε την έκδοση του δίσκου. Εκτός ECM, συνεχίζει να παίζει και να ηχογραφεί επίσης με το δεκαμελές nu jazz συγκρότημα Jaga Jazzist, με το οποία θα βρίσκεται σε περιοδεία την άνοιξη του 2011.

Ο Mathias Eick ήταν αποδέκτης μιας σειράς σημαντικών βραβείων, ανάμεσά τους, το Βραβείο Jazz International για νέα ταλέντα του 2007 και το Statoil Talent Award το 2009.


Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ



Jörg Widmann


Elegie

Jörg Widmann: κλαρινέτο
Heinz Holliger: πιάνο
Deutsche Radio Philharmonie
διευθύνει ο Christoph Poppen

Ο Jörg Widmann (γεν. 1973 στο Μόναχο), είναι ευρέως αναγνωρισμένος ως συνθέτης απόλυτης αυθεντικότητας και ως σολίστ μεγάλης επινοητικότητας. Ως μουσικός δωματίου έχει συχνά συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως η Tabea Zimmermann, ο András Schiff, η Kim Kashkashian, η Helene Grimaud και ο Heinz Holliger.

Ορισμένοι από τους συναδέλφους συνθέτες -ανάμεσά τους ο Holliger, ο Wolfgang Rihm και ο Aribert Reimann- έχουν αφιερώσει έργα τους σ’ αυτόν. Τα έργα του έχουν πρωτοπαρουσιαστεί από διακεκριμένους ερμηνευτές: Ο Pierre Boulez, για παράδειγμα, παρουσίασε το ορχηστρικό έργο του συνθέτη Armonica με τη Φιλαρμονική της Βιέννης, και ο Mariss Jansons διηύθυνε τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας στη πρώτη εκτέλεση του έργου Con brio, αφιερωμένο στον Beethoven.

Ο Widmann, που σπούδασε σύνθεση με τον Kay Westermann από την ηλικία των 11 ετών, συνέχισε τις σπουδές του με τον Wilfried Hiller, τον Hans Werner Henze, τον Heiner Goebbels και τον Wolfgang Rihm που του έδωσαν τα εφόδια μιας βαθιάς κατανόησης της δομής και των ηχοχρωματικών δυνατοτήτων της μουσικής του σήμερα. Αυτή η κεκτημένη γνώση τον έχει βοηθήσει και ως συνθέτη και ως ερμηνευτή.

Μετά από τη θετική απήχηση που είχε η συμμετοχή του ως σολίστ το 2009 στο κονσέρτο Noesis του Erkki-Sven Tüür εγκαινιάζοντας τη συνεργασία του με την ECM, (στην ίδια ηχογράφηση ακούγεται και η αδελφή του, βιολονίστα Carolin Widmann), σειρά έχει ένα άλμπουμ-πορτρέτο που παρουσιάζει όλες τις δημιουργικές πλευρές του Widmann, ως συνθέτη και ως ερμηνευτή.

Ο Christoph Poppen διευθύνει τη Deutsche Radio Philharmonie σε δύο σημαντικά έργα: το Messe για μεγάλη ορχήστρα και το Elegie για κλαρινέτο και ορχήστρα. Ανάμεσά τους, το έργο Fünf Bruchstücke του 1997, πέντε συναρπαστικές μινιατούρες που βρίσκουν τον κλαρινετίστα Widmann να συνομιλεί με τον πιανίστα Heinz Holliger όπου επιδίδονται σε έναν ιλιγγιώδη διάλογο. Ο Heinz Holliger, ηχογραφεί για πρώτη φορά παίζοντας πιάνο. Το Fünf Bruchstücke ανήκει στα πρώτα έργα του συνθέτη και ανάμεσα σε εκείνα που τον βρίσκουν να εξερευνά και να ανατοποθετεί τις δυνατότητες και τα όρια του οργάνου του, του κλαρινέτου.

Με μικρή ή μεγάλη ορχηστρική διάταξη οι συνθέσεις του Widmann διατηρούν τη δύναμή τους. Όπως ο Markus Fwein έχει γράψει: «Όποιος συναντά τη μουσική του Jörg Widmann για πρώτη φορά, εκπλήσσεται με την αμεσότητα και την έντασή της ... Η μουσική ξεσπά σαν ορμητικός χείμαρρος πάνω από τον ακροατή».

Ο Jörg Widmann έχει λάβει πολλά βραβεία για τη μουσική του, ανάμεσά τους, το βραβείο Arnold Schoenberg από το Κέντρο Schoenberg της Βιέννης, το βραβείο σύνθεσης Claudio Abbado, το Βραβείο Σύνθεσης της SWR, (Southwest German Radio Symphony Orchestra) το βραβείο Elise L. Stoeger του Lincoln Centre Chamber music Society, της Νέας Υόρκης, και πολλά άλλα.

Συναυλίες με τη μουσική του Widmann το 2011 περιλαμβάνουν ένα πρόγραμμα έργων του σε συνεργασία με το Colegium Novum της Ζυρίχης, στη Φιλαρμονική του Λουξεμβούργου στις 8 Απριλίου. Με τη μουσική του θα ανοίξει το πρόγραμμά της η Ημέρα Brahms στο Baden-Baden τον Μάιο. Επίσης το Μάιο, ο Franz Welser-Most διευθύνει την Cleveland Orchestra σε μια περιοδεία στις ΗΠΑ όπου θα παίξει το κονσέρτο για φλάουτο του Widmann, με σολίστα τον Joshua Smith. Περισσότερες πληροφορίες για τις πυκνές περιοδείες του Widmann, στην ιστοσελίδα http://www.joergwidmann.com.

Ένας αριθμός σημαντικών συνθέσεων είναι υπό προετοιμασία με σημαντικές πρεμιέρες το 2012. Το έργο Teufel Amor θα παρουσιαστεί με την Φιλαρμονική της Βιέννης υπό τη διεύθυνση του Antonio Pappano τον Απρίλιο. Νέες συνθέσεις για πιάνο θα παρουσιαστούν στο Carnegie Hall με τον Andràs Schiff το Μάιο, ένα πιάνο κοντσέρτο με τον Yefim Bronfman και τη Φιλαρμονική του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Simon Rattle, τον Σεπτέμβριο, και μια νέα όπερα στη Bayerische Staatsoper υπό τη διεύθυνση του Kent Nagano, τον Οκτώβριο.

Ο Jörg Widmann διδάσκει σύνθεση και κλαρινέτο στο Staatliche Hochschule für Musik (κρατικό μουσικό κολέγιο) στο Φράιμπουργκ. Την αναλυτική του σκέψη σχετικά με τη σύνθεση μπορεί κανείς να ανακαλύψει στο βιβλίο:«Μετά τον ήχο - Συζητήσεις με το συνθέτη Jörg Widmann (Im Sog der Klänge: Gespräche mit dem Komponisten Jörg Widmann) από τις εκδόσεις Neu Zeitschrift für Musik.

Ο Christoph Poppen είναι γνωστός στους ακροατές της ECM New Series για την υποδειγματική δουλειά του με την Ορχήστρα Δωματίου του Μονάχου μέσω των ηχογραφήσεων της μουσικής των Hartmann, Bach, Webern, Silvestrov, Gubaidulina, Mansurian, Scelsi και Barry Guy, καθώς επίσης και για την αποκαλυπτική συνεργασία του με το Hilliard Ensemble στο Morimur (ECM New Series 1765). Το 2007 έγινε διευθυντής της Deutsche Radio Philharmonie Saarbrücken/Kaiserslautern. Το σύνολο προέκυψε από τη συγχώνευση που συνέβη σε δύο από τις πιο διακεκριμένες ορχήστρες ραδιοφώνου, το καλοκαίρι του 2007: Την Rund funkorchester Kaiserslautern από την περιοχή Palatia και την Rundfunk-symphonieorchester des Saarländischen Rundfunks, που έχει την έδρα της στο Saarbrücken. Η πρώτη συνεργασία της ECM με τον Poppen και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της γερμανικής ραδιοφωνίας ήταν η ηχογράφηση του δίσκου Triptychon σε συνθέσεις του Frank Martin, για την οποία το περιοδικό BBC Music Magazine σχολίασε: Εξαιρετική ερμηνεία! ...Η νεοσύστατη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας ανταποκρίνεται πλήρως στη διεισδυτική μουσική διεύθυνση του Christoph Poppen.

Η έκδοση που συνοδεύει το CD περιλαμβάνει σημείωμα του Paul Griffiths στα αγγλικά και στα Γερμανικά.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ



Thomas Zehetmair
Ruth Killius


Manto and Madrigal

Thomas Zehetmair: βιολί;
Ruth Killius: βιόλα
Rainer Killius: Ó min flaskan friða
Giacinto Scelsi: Manto I – III
Heinz Holliger: Drei Skizzen
Béla Bartók: Duo
Nikos Skalkottas: Duο
Peter Maxwell Davies: Midhouse Air
Bohuslav Martinů: Three Madrigals
Johannes Nied: Zugabe

Κατά την τελευταία δεκαετία, το ανδρόγυνο Thomas Zehetmair και Ruth Killius έχουν ακουστεί μαζί στις ηχογραφήσεις της ECM New Series ως μέλη του Κουαρτέτου Zehetmair: Είναι οι εξαιρετικές πολυβραβευμένες ηχογραφήσεις του Schumann, Bartok, Hindemith και Hartmann. To Manto and Madrigal ωστόσο, είναι η πρώτη καταγραφή ενός προγράμματος που οι δυο σολίστ παρουσιάζουν σε κονσέρτα εδώ και αρκετά χρόνια.


Ηχογραφημένο στο ραδιοφωνικό στούντιο DRS της Ζυρίχης τον Μάιο του 2009, το άλμπουμ Manto and Madrigal είναι μια εκπληκτική ξενάγηση στη σύγχρονη μουσική. Όπως γράφει Paul Grifiths στο ένθετο που συνοδεύει το cd, «τα εκτυφλωτικά όργανα χορεύουν και αγορεύουν παίζοντας παιχνίδια το ένα με το άλλο». Οι σχέσεις μεταξύ των κομματιών και μεταξύ των οργάνων δοκιμάζονται και διερευνώνται σε συνθέσεις που κυμαίνονται από το παράξενο μικροτονικό ταξίδι του Scelsi μέχρι τον μυστικιστικό πυρήνα της μουσικής δημιουργίας ενσωματώνοντας στοιχεία, αρχαϊκά ή παιγνιώδη από εθνικές σχολές της μουσικής, με την Killius ως τραγουδίστρια και ως σολίστ της βιόλας. Υπάρχει ένα νεανικό έργο του Bartók, καθώς και του μαθητή του Schoenberg Νίκου

Σκαλκώτα. Υπάρχουν τρία σκίτσα του Heinz Holliger, γραμμένα ειδικά για τον Zehetmair και την Killius, τρία απολαυστικά μαδριγάλια του Martinů, μια σύνθεση του Maxwell Davies που διαθλά τη λαϊκή μουσική από τα νησιά Orkney και ένα encore του Johannes Nied, φίλου των δύο μουσικών (τον έχουμε ακούσει ως μπασίστα στο άλμπουμ Beiseit του Holliger, ΕCM New Series 1540).

Ο Paul Griffiths σημειώνει: «Είναι σαν να ήρθαν από το μακρινό παρελθόν: δύο όργανα που παίζουν μαζί σε διαστήματα πέμπτης, παράγοντας έτσι μια δωρική συνήχηση που θυμίζει τους αρχαίους τρόπους εναρμόνισης μιας μελωδίας, όπως διασώθηκε σε ορισμένα από τα πρώτα κείμενα μουσικής σημειογραφίας ή όπως επιβίωσε μέσα από την πρακτική της Ισλανδικής παράδοσης την οποία ο Rainer Killius ακολουθεί στην εισαγωγή της διασκευής του Ó mín flaskan friða (...) Κάτι περισσότερο από μια ιστορική αύρα διαμορφώνει τα διαστήματα πέμπτης ως το κατάλληλο κέντρο βάρους μεταξύ των μερών αλλά και σε κάθε μέρος ξεχωριστά (.. .) Τα διαστήματα πέμπτης ορίζουν και χωρίζουν: Είναι αυτό το διάστημα όπου ένα έγχορδο ή ένα όργανο είναι υψηλότερο ή χαμηλότερο. Όμως, τα διαστήματα πέμπτης συνδέουν και συσχετίζουν επίσης: δύο νότες με διαφορά ένα διάστημα πέμπτης συνηχούν αρμονικά. Αυτό που χωρίζει είναι αυτό που συνδέει».

*

Ο Thomas Zehetmair έχει συνεργαστεί με όλες σχεδόν τις μεγάλες ορχήστρες και κορυφαίους μαέστρους και έχει παίξει την πλειοψηφία του ρεπερτορίου για βιολί από το μπαρόκ (στις αυθεντικές τους αποδόσεις) μέχρι τη σύγχρονη σύνθεση. Έχει πρωτοπαρουσιάσει έργα του James Dillon και του Hans-Jürgen von Bose και, για την ECM New Series, έχει ηχογραφήσει το κονσέρτο για βιολί του Heinz Holliger που ήταν αφιερωμένο σ’ αυτόν. Οι ηχογραφήσεις του από τις πλήρεις σονάτες για σόλο βιολί του Eugène Ysaye και τα 24 Καπρίτσια του Paginini απέσπασαν εξαιρετικές κριτικές: «Το επίτευγμα του Zehetmair είναι να ενώσει όλα τα συγκρουόμενα δημιουργικά ρεύματα σε ένα ενιαίο, μέσα από έναν γιγάντιο κύμα δημιουργικής φαντασίας. Η ερμηνεία του είναι τόσο σίγουρη και πλήρης από μια ενστικτώδη μουσικότητα, που εμπιστεύεσαι ότι και αν παίζει, αποκτώντας έτσι την πεποίθηση ότι δεν μπορεί παρά αυτό που παίζει να είναι πραγματικά μεγάλη μουσική». –The Guardian (για τις σονάτες του Ysaÿe, ECM New Series 1835).

Η Ruth Killius έχει πάρει μέρος σε πολλές πρεμιέρες, ανάμεσά τους, το Κουαρτέτο για Όμποε του Elliott Carter με τον Heinz Holliger και το τρίο εγχόρδων του του Brian Ferneyhough, με μέλη του Ensemble Contrechamps της Γενεύης. Από το 1993 έως το 1996 ήταν η εξάρχουσα βιόλα στην Καμεράτα της Βέρνης. Στη συνέχεια έχει συνεργαστεί ως σολίστ, με μεγάλες ορχήστρες, ανάμεσά τους οι: Boston Symphony Orchestra, Residentie Orkest Den Haag, Basler Sinfonie Orchester, Budapest Festival Orchestra, Vienna Chamber Orchestra, MDR Symphony Orchestra, Orchestra Ensemble Kanazawa και η Australian Chamber Orchestra.

Ο Thomas Zehetmair και η Ruth Killius δημιούργησαν μαζί το Zehetmair Quartet το 1994 το οποίο σήμερα ανήκει σε ένα από τα σπουδαιότερα κουαρτέτα εγχόρδων. Η ηχογράφηση του 1ου και 3ου κουαρτέτου του Schumann απέσπασε μεταξύ άλλων το βραβείο του περιοδικού Gramophone (δίσκος της χρονιάς). Η πρόσφατη ηχογράφηση του 4ου κουαρτέτου του Hindemith και του 5ου του Bartók απέσπασε επίσης το γαλλικό βραβείο Diapason d'Or de l'Année.

Ο Thomas Zehetmair είναι σήμερα μουσικός διευθυντής της England Northern Sinfonia. Σε συνεργασία με την Ruth Killius δίνουν συχνά συναυλίες με την Ορχήστρα. Το κουαρτέτο Zehetmair είναι επίσης σε περιοδεία το 2011 ενώ το ντουέτο Zehetmair/Killius πρόκειται να δώσει επιλεγμένες συναυλίες ξεκινώντας από το Wigmore Hall του Λονδίνου στις 5 Απριλίου. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει Σκαλκώτα, Holliger και Martinů, μέρος του ρεπερτορίου του Manto and Madrigal.

Η έκδοση που συνοδεύει το CD περιέχει σημείωμα του Paul Griffiths στα αγγλικά και τα γερμανικά.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ




Nils Økland
Sigbjørn Apeland


Lysøen: Hommage à Ole Bull


Nils Økland: βιολί, βιολί Hardanger
Sigbjørn Apeland πιάνο, αρμόνιο

«Τα βουνά της Νορβηγίας, Μεγαλειότατε» ήταν η θρυλική απάντηση που έδωσε ο Ole Bull όταν ρωτήθηκε από το βασιλιά της Δανίας ποιοι ήταν οι δάσκαλοί του. Το πνεύμα του τόπου ήταν πράγματι καθοριστικό για τον βιολονίστα Ole Bull όπως και για τη παρούσα ηχογράφηση. Μουσικός παγκόσμιας φήμης στην εποχή του συνέθεσε λίγα έργα από τα οποία μόλις δέκα έχουν διασωθεί.



Η φήμη της εκρηκτικής αυτής προσωπικότητας υπερβαίνει το συνθετικό της έργο. Ο Ole Bull είναι μια εμβληματική φιγούρα της νορβηγικής μουσικής.

Γεννημένος το 1810 (-1880) ήταν ένας μουσικός που συνδέθηκε με μείζονες προσωπικότητες του 19ου αιώνα, όπως η Clara Schumann και ο Franz Liszt που συχνά τον συνόδευαν στο πιάνο. Ο Bull όμως είχε μια δια βίου ζωντανή επαφή και με τη λαϊκή μουσική της πατρίδας του. Από την παιδική του ηλικία είχε φιλικές σχέσεις με τους παραδοσιακούς βιολονίστες του Hardanger, (το περίφημο παραδοσιακό βιολί της Νορβηγίας) έπαιζε συχνά folk μελωδίες και δανειζόταν παραδοσιακά θέματα για τις συναυλίες του. Ο Edvard Grieg τον θεωρούσε ως μια από τις πιο ισχυρές πηγές της έμπνευσή του: «Ο Ole Bull με έσωσε. Μου έδειξε την ομορφιά και την αυθεντικότητα της νορβηγικής παραδοσιακής μουσικής». Για τον Liszt, ο Bull ήταν «πολύ απλά εξαιρετικός. Η σαρωτική ιδιοφυία του, διαθέτει μια πληθώρα από πρωτότυπες, μαγικές ιδέες». Ερμηνευτής με μεγάλη τεχνική ικανότητα, ο Bull είχε θεωρηθεί από πολλούς κριτικούς της εποχής του, ως η λογική συνέχεια του Paganini. Και, όπως και ο ιταλός βιρτουόζος, ήταν και αυτός ένας μεγαλοφυής αυτοσχεδιαστής. Έκανε επίσης διάφορες ρομαντικές όσο και εκκεντρικές παραστάσεις όπως αυτή που έδωσε στην κορυφή της πυραμίδας του Χέοπα στην Γκίζα. Ο Mark Twain και o William Thackeray ήταν μεταξύ των πολλών θαυμαστών του, και ο Ίψεν λέγεται ότι βάσισε τον χαρακτήρα του Peer Gynt στην προσωπικότητα του Ole Bull.

Το 1872, ο Bull αγόρασε το νησί της Lysøen ανοικτά της δυτικής ακτής της Νορβηγίας. Εκεί έχτισε μια παραμυθένια βίλα σε σχέδια του αρχιτέκτονα Conrad Fredrik von der Lippe. Το 1974, η εγγονή του Bull δώρισε το σπίτι αυτό στην Νορβηγική Κοινότητα για τη Διάσωση των Αρχαίων Μνημείων και από τότε διατηρείται ως μέρος του Μουσείου του Lysøen. Πολλές συναυλίες δόθηκαν έκτοτε εκεί, στην αίθουσα μουσικής του κτιρίου, αλλά ο Nils Økland και ο Sigbjørn Apeland είναι οι πρώτοι μουσικοί που ηχογράφησαν εκεί. Ο Sigbjørn Apeland παίζει σε ένα grand πιάνο που κάποτε ανήκε στην κόρη του Ole Bull, Olea, καθώς και στο αρμόνιο του Bull. Ανάμεσα στα όργανα που χρησιμοποίησε ο Nils Økland είναι και ένα Guarneri del Gesù του Bull, όργανο του 1734.

Στο σημείωμα που συνοδεύει το CD αναφέρεται: «Για πολλά χρόνια Økland και Apeland διερευνούν τα μουσικά τοπία του Bull, αναζητώντας την έμπνευση που θα πυροδοτήσει την ανάπτυξη νέων ιδεών. Σε αυτή την ηχογράφηση, έχουν επιλέξει να τονίσουν τα πιο στοχαστικά στοιχεία της μουσικής του Ole Bull. Το μουσικό αποτέλεσμα αποπνέει την ομορφιά και την ηρεμία του περιβάλλοντος, τη γαλήνια ατμόσφαιρα της αίθουσας μουσικής και, πάνω απ 'όλα, τη μουσικότητα του Ole Bull. Το άλμπουμ παρουσιάζει διασκευές και αυτοσχεδιασμούς που βασίζονται στις μελωδίες του Bull αλλά και κάποιες νέες συνθέσεις, εμπνευσμένες από τη μείζονα αυτή μουσική προσωπικότητα».

Ο Nils Økland και ο Sigbjørn Apeland, στο δικό τους σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση αναφέρουν: «Δεν διεκδικήσαμε να αυτοσχεδιάσουμε όπως ο Bull, αλλά χρησιμοποιήσαμε πολλά από τα θέματα που έπαιζε Εκείνος και βέβαια οι αυτοσχεδιασμοί μας βασίζονται στη νορβηγική λαϊκή παράδοση. Θέλαμε επίσης να ερμηνεύσουμε τις μελωδίες του με τον δικό μας τρόπο (...) Όπως και ο Bull, είμαστε επηρεασμένοι από τα μουσικά ρεύματα της εποχής μας. Θεωρούμε τους εαυτούς μας, επίσης, ως μέρος μιας μεγάλης αλυσίδας συνθετών και ερμηνευτών, που έχουν ενσωματώσει στοιχεία της λαϊκής μουσικής στους αυτοσχεδιασμούς και τις συνθέσεις τους, από τον Edvard Grieg τον Eivind Groven, τον Bjarne Herrefoss, τον Jørgen Tjønnstaul, τον Geirr Tveitt, τπν Jan Johansson, τον Don Cherry, τον Jan Garbarek, τον Arild Andersen, τον Frode Haltli και τον Karl Seglem».

Το άλμπουμ Lysøen: Hommage à Ole Bull σηματοδοτεί το ξεκίνημα της συνεργασίας του Sigbjørn Apeland με την ECM. Ο Sigbjørn είναι οργανίστας στην εκκλησία της περιοχής Sandviken του Βergen και συνεργάζεται με μουσικούς σε ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών, κυρίως την εκκλησιαστική μουσική, τη νορβηγική παραδοσιακή μουσική, την ηλεκτρονική και τη μουσική του αυτοσχεδιασμού. Έχει επίσης συνθέσει και ερμηνεύσει μουσική για μικτά μέσα, με πιο πρόσφατα τα: The Organ Tower (εγκατάσταση-παράσταση για 25 αρμόνια και ηλεκτρονικά όργανα), Kanskje der helst aller (θεατρικό έργο του Ragnar Hovland), και Jeanne d'Arc (βουβός κινηματογράφος). Έχει συμμετάσχει σε περίπου 30 ηχογραφήσεις, ανάμεσά τους και κάποιοι βραβευμένοι δίσκοι όπως αυτοί του electronica γκρουπ Alog και η συνεργασία του με τον λαϊκό μουσικό Sigrid Moldestad. Ως ακαδημαϊκός, ο Apeland διδάσκει, γράφει και εποπτεύει στα πεδία της μουσικολογίας, των πολιτισμικών σπουδών, της εκκλησιαστικής μουσικής, της θεολογίας και της λαογραφίας. Έχει επίσης μεγάλη εμπειρία ως συλλέκτης και ερευνητής της παραδοσιακής μουσικής της πατρίδας του εστιάζοντας κυρίως στις παραδόσεις της δυτικής Νορβηγίας.

Ο Nils Økland σπούδασε κλασικό βιολί με τον Terje Tønnesen και το βιολί Hardanger με δυο από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του είδους τον Knut Hamre και τον Sigbjørn Bernhoft Osa.

Ο δίσκος Monograph, η πρώτη συνεργασία του με την ECM, κυκλοφόρησε το 2008 αποσπώντας τη διεθνή αναγνώριση: « (Ο δίσκος) κατακτά τέτοιες ποιότητες που διαχωρίζουν τον Økland από τους απλούς δεξιοτέχνες. Με τον Økland έχεις την αίσθηση ότι το όργανο γίνεται το μέσο για να περιγράψεις ένα όραμα» έγραψε ο Julian Cowley στο The Wire.Ο Økland έχει εδώ και χρόνια γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στη παράδοση και την πειραματική μουσική. Εκτός από το σόλο δίσκο του, έχει συμμετάσχει σε δυο ηχογραφήσεις του Christian Wallumrød Ensemble στην ECM. Έχει επίσης εμφανιστεί στα σημαντικότερα φεστιβάλ της Νορβηγίας και είναι τακτικός καλεσμένος του Διεθνούς Φεστιβάλ του Βergen, όπου και ερμήνευσε το Κονσέρτο για Ηardager βιολί του Geirr Tveitt. Έχει δώσει συναυλίες στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες.

Αμφότεροι Sigbjørn Apeland και Nils Økland έχουν διατελέσει μουσικοί διευθυντές της Μουσικής Ακαδημίας Ole Bull που εδρεύει στο Voss της Νορβηγίας.

Το άλμπουμ Lysøen: Hommage à Ole Bull ξεκινά την πορεία του με μια συνέντευξη-παρουσίαση που θα γίνει στο Όσλο την 25 Μαρτίου. Στο τέλος του μήνα, το ντουέτο θα παίξει στη Δανία με συναυλίες στο Voxhall του Århus (27 Μαρτίου) και στο Ormseley (29 Μαρτίου). Μια συναυλία στη βίλα του Ole Bull στην Lysøen, ακολουθεί στις 14 Απριλίου. Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο Økland και Apeland θα δώσουν μια σειρά συναυλιών στην Lysøen και στα σχολεία της περιοχής του Μπέργκεν, με την Μari Lyssand ως αφηγήτρια.

Μια ευρωπαϊκή περιοδεία είναι προγραμματισμένη για τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο 2011. Το άλμπουμ περιλαμβάνει ένα σημείωμα της δημοσιογράφου και ειδικού για τον Ole Bull Mari Lyssand, ένα σημείωμα των ερμηνευτών καθώς και φωτογραφίες από την ηχογράφηση στη Lysøen.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το


Julia Hülsmann Trio
Imprint

Julia Hülsmann: πιάνο
Marc Muellbauer: μπάσο
Heinrich Köbberling: ντραμς



H Hülsmann είναι μία καλλιτέχνης που κλίνει προς τα σκοτεινά χρώματα αλλά και προς τη Ζεν αντίληψη της λιτότητας των μέσων. Το τρίο της είναι και αυτό ένα κλασικό ECM τρίο γιατί βασίζεται στη συμμετοχική δημοκρατία. Ο μπασίστας Marc Muellbauer και ο ντράμερ Heinrich Köbberling σε καμιά περίπτωση δεν συνοδεύουν, αλλά αρθρώνουν τον προσωπικό τους λόγο.
Thomas Conrad, Jazz Times (ΗΠΑ)
H πρώτη συνεργασία της Julia Hülsmann με την ECM, το άλμπουμ The End of a Summer που ηχογραφήθηκε το 2008, σηματοδότησε μια αλλαγή στο επίκεντρο της δουλειάς της. Στις προηγούμενες παραγωγές συνεργαζόταν με τραγουδιστές όπου ο λόγος ήταν στο προσκήνιο. Η συνεργασία με την ECM επανατοποθέτησε το κέντρο και πάλι στο μουσικό περιεχόμενο καθεαυτό, στις γοητευτικές μελωδίες της Hülsmann και τις συμπληρωματικές συνθέσεις του Marc Muellbauer και του Heinrich Köbberling. Η διεθνής ανταπόκριση στο The End of a Summer, και οι περιοδείες που το πλαισίωσαν, ενίσχυσε την επιθυμία να κατευθύνουν τη δουλειά τους ακόμα πιο εντατικά στο πλαίσιο ενός καθαρόαιμου τρίο. Έτσι προέκυψε και το Imprint. Οι περισσότερες συνθέσεις γράφτηκαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2009, αν και υπάρχουν και ορισμένες παλιότερες (Rond Point, Grand Canyon, A Light Left On), που πήραν την τελική τους μορφή στη διάρκεια της ηχογράφησης.

Ο τίτλος του άλμπουμ είναι πολύ εύστοχος. Ως συνθέτης, η Julia Hülsmann έχει ένα ιδιαίτερο ταλέντο στο να δημιουργεί θέματα με έναν τέτοιο εκφραστικό πυρήνα που μένουν αλώβητα από τον περιρρέοντα αυτοσχεδιασμό. Το Βρετανικό Jazzwise έκανε λόγο για «κομψά δομημένες μελωδίες που μοιάζουν να είναι η φυσική προέκταση του υπάρχοντος υλικού».

Ηχογραφημένο στο Rainbow Studio του Όσλο, τον Μάρτιο του 2010, το Imprint είναι ένας δίσκος ισορροπημένου λυρισμού. «Το άλμπουμ κινήθηκε σε ήπιους τόνους» λέει η Hülsmann, «χάρη στις παραινέσεις του παραγωγού Manfred Eicher». Και εξηγεί: «Κάθε φορά που μπαίναμε στον πειρασμό να παίξουμε περισσότερο, εκείνος μας υπενθύμιζε ότι η μουσική πρέπει να ρέει. Φυσικά, και εμείς το θέλουμε αυτό, αλλά μερικές φορές χρειάζεσαι λίγο θάρρος για να αφήσεις τη μουσική στην ησυχία της». Στην τελευταία σύνθεση του δίσκου όμως, οι μουσικοί επιδόθηκαν σε ένα ζωηρό αφιέρωμα στον Thelonious Monk, τον απόλυτο ιεροκήρυκα της απλότητας (που βέβαια η διαδρομή της προς αυτήν κάθε άλλο παρά απλή είναι). Το Whos Next είναι ένα υποχθόνιο αυτοσχεδιαστικό σουίνγκ, απόλυτα στηριγμένο στη παράδοση υπενθυμίζοντας μας πως ακόμα και η ευρωπαϊκή τζαζ έχει τις ρίζες της στην αμερικανική παράδοση.

Η Hülsmann συμβάλλει με επτά συνθέσεις στο ρεπερτόριο του άλμπουμ που είναι οι: Rond Point, Grand Canyon, A Light Left On, Juni, Go And Open The Door, Lulus Paradise και Whos Next. Ο μπασίστας Marc Muellbauer συμβάλλει με δύο (Ritual και Ulmenwall), όπως και ο ντράμερ Heinrich Köbberling (Storm In A Teacup και Zahlen Bitte). Μια από τις συνθέσεις του δίσκου το Kauf Dir einen bunten Luftballon, είναι βασισμένη σε μια αυστρο-γερμανική λαϊκή επιτυχία του Anton Profes που γράφτηκε στη δεκαετία του 1940 για την μουσική κωμωδία Der weiße Traum. Αυτό το τραγούδι ήταν ένα από τα αγαπημένα της μητέρας της Hülsmann, η οποία έφυγε από τη ζωή το 2009. Αυτή ειδικά η σύνθεση είναι μια απτή απόδειξη της ισχυρής ταυτότητας του γκρουπ καθώς μπορεί να αγκαλιάζει και να ενσωματώνει αρμονικά στο δικό του ύφος κάθε μουσικό ιδίωμα, απ’ όπου και αν προέρχεται.

Η κυκλοφορία του Imprint πλαισιώνεται και από μία περιοδεία στη Γερμανία την Αυστρία και την Ελβετία στο τέλος Φεβρουαρίου. Ακολουθούν περισσότερες συναυλίες στη συνέχεια.

Το διεθνές προφίλ του τρίο έχει επίσης ενισχυθεί μέσα από τη συμμετοχή των μουσικών στο Fasil την παραγωγή του κιθαρίστα Marc Sinan το 2008, όπου η Julia Hülsmann έγραψε τις περισσότερες από τις συνθέσεις. «Οι συνθέσεις της Hülsmann έχουν τέτοια ευκρίνεια ανάμεσα στα αυτοσχεδιαστικά μέρη όπως ακριβώς οι πέτρες ενός εξαίρετου μωσαϊκού» έγραψε ο Fred Grand της Jazz Journal. H Hülsmann, o Muellbauer και o Köbberling συνεργάζονται με τον Sinan σε έναν νέο κύκλο εμφανίσεων του Fasil ξεκινώντας από το Landsberg της Γερμανίας στις 12 Μαρτίου.

Η Julia Hülsmann γεννήθηκε το 1968 στη Βόννη, και ξεκίνησε να παίζει πιάνο στην ηλικία των 11. Διαμόρφωσε το πρώτο της γκρουπ στην ηλικία των 16. Το 1991 μετακόμισε στο Βερολίνο, και συμμετείχε στην Bundesjugendjazzorchestra υπό τη διεύθυνση του Peter Herbolzheimer. Έχει υπογράψει ηχογραφήσεις σε συνεργασία με τον Roger Cicero, Rebekka Bakken, και την Anna Lauvergnac.

Ο μπασίστας Marc Muellbauer (γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1968) έχει το δικό εννεαμελές γκρουπ με το όνομα Kaleidoscop. Έχει παίξει σύγχρονη κλασική μουσική με το σύνολο United Berlin, αργεντίνικο tango με το κουιντέτο Yira Yira, καθώς και τζαζ μουσική σε διάφορα σχήματα. Ο Muellbauer διδάσκει μπάσο στην Ακαδημία Hanns Eisler στο Βερολίνο.

Ο ντράμερ Heinrich Köbberling (γεννήθηκε στο Έσσεν το 1967) έχει συνεργαστεί με την Aki Takase, τον Ernie Watts, την Anat Fort, τον Richie Beirach και πολλούς άλλους. Έχει συμμετάσχει στην ηχογράφηση περίπου 50 δίσκων τζαζ. Το 1997 ίδρυσε το δικό του γκρουπ υπό τον τίτλο Pisces σε συνεργασία με τον Marc Johnson και τον Ben Monder. Ο Köbberling διδάσκει τύμπανα στο FMB Ωδείο της Λειψίας.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Iro Haarla
Vespers

Mathias Eick: τρομπέτα
Trygve Seim: σαξόφωνα
Iro Haarla: πιάνο, άρπα
Uffe Krokfors: ακουστικό μπάσο
Jon Christensen: ντραμς




Η Iro Haarla διανύει μια περίοδο εξαιρετικής δημιουργικότητας τόσο ως συνθέτρια όσο και ως bandleader, και διαμορφώνεται ως ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της φινλανδικής σκηνής της τζαζ της δεκαετίας. Η μουσική της Haarla -ως επί το πλείστον μπαλάντες- είναι γεμάτη εκφραστικότητα, αναγνωρίσιμα σκανδιναβική και μοναδική στον ιμπρεσιονισμό της.
Από τη δήλωση της κριτικής επιτροπής της ΦινλανδικήςΟμοσπανδίας της τζαζ [Yrjö-Award 2006]
Σε σχέση με το Northbound όλες οι προηγούμενες ηχογραφήσεις της Haarla φαίνονται σαν μια απλή εισαγωγή. Αυτό το άλμπουμ είναι εντυπωσιακό, αλλά όχι με την έννοια ότι κατακλύζεται από πυροτεχνήματα ή τολμηρές καινοτομίες. Είναι οι ηθελημένα οικείες –μικρές αποκαλύψεις που το κάνουν να ξεχωρίζει και τοποθετούν την Haarla στο πάνθεο των συνθετών όπως η Annette Peacock, ο Billy Strayhorn και μερικοί ακόμα πολύτιμοι συνθέτες. Αρκετές από τις συνθέσεις διατυπώνουν ένα μοναδικά στωικό συναίσθημα, σαν αυτό που αναγνωρίζει κανείς στα torch songs, τα τραγούδια της χαμένης αγάπης από την μεγάλη φωνητική παράδοση των μπλουζ και της τζαζ.
Bill Shoemaker, Point of Departure (online μουσική εφημερίδα).

Το δεύτερο άλμπουμ από το φινλανδικό-νορβηγικό κουιντέτο συνεχίζει αυτό που ξεκίνησε το Northbound: να παρουσιάσει την Iro Haarla όχι απλά ως συνθέτρια, αλλά και ως μια καταλυτική δύναμη στην προοδευτική jazz της πατρίδας της. To Vespers, επίσης, επεκτείνει μια μουσική παράδοση και μια συναισθηματική κατάσταση την οποία ξεκίνησε στον μακρινό βορρά με τις ενορχηστρώσεις της στη μουσική του Edward Vesala που συναντά κανείς και στις ηχογραφήσεις του στην ECM (Lumi, Ode To The Death Of Jazz, Invisible Storm και Nordic Gallery).

Στο γκρουπ της Haarla συμμετέχει ο δυναμικός μπασίστας Uffe Krokfors, πρώην μέλος του γκρουπ του Vesala Sound & Fury, στενός συνεργάτης της Haarla την τελευταία δεκαετία. Το κουιντέτο συγκροτήθηκε το 2004, με τη συμβολή του παραγωγού Manfred Eicher, καθώς και του σαξοφωνίστα Trygve Seim που αποτέλεσε μια σημαντική συνιστώσα του κουιντέτου από το ξεκίνημά του. Ο Seim, που έπαιξε για σύντομο χρονικό διάστημα μαζί με τον Edward Vesala στα τέλη της δεκαετίας του 1990, έχει σχολιάσει την επίδραση των Vesala-Haarla στη δική του γραφή. Τα σχέδιά τους να συνεχίσουν τη συνεργασία σε ένα κουαρτέτο με τον Edward και την Iro ματαιώθηκαν από τον αιφνίδιο θάνατο του Vesala το 1999, έτσι ο Seim περιόδευσε στη Φινλανδία μαζί με την Iro Haarla.

Τόσο στο Northbound όσο και στο Vespers συμβάλλει με το μοναδικό παίξιμό του ένας από τους πιο καινοτόμους ντράμερς, ο Jon Christensen που φέρνει στη μουσική της Iro Haaarla αυτή την ιδιαίτερη αίσθηση της δυναμικής, την ευαισθησία καθώς και το στοιχείο της έκπληξης. Όπως ακριβώς και ο Vesala αντιλαμβάνεται το πώς να αποδώσει πειστικά και προσωπικά το αίσθημα που αποπνέουν οι free μπαλάντες. Ο Jon Christensen πράγματι, βοήθησε καθοριστικά στην ηχητική ταυτότητα του γκρουπ.

Ένα ανερχόμενο αστέρι στη διεθνή σκηνή της τζαζ, ο Mathias Eick, εκτιμά πως οι εμπειρίες του με την Iro Haarla έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μουσική του διαμόρφωση: «Πραγματικά μεγάλωσα με τη συνεργασία μου με την Iro Haarla», δήλωσε στην εφημερίδα International Trumpet Guild το 2008 και συνεχίζει: «Ήταν φανταστικό να συνεργάζεσαι μαζί της. Μου δόθηκε η ευκαιρία να εργαστώ εκτεταμένα σε αυτό το αργό rubato στυλ της Iro. μια διαδικασία τόσο απαιτητική καθώς θα πρέπει να επικοινωνείς ουσιαστικά με τους υπόλοιπους μουσικούς κάτι δύσκολο για αυτό το είδος της μουσικής. Είναι δύσκολη μουσική, όμως η εμπειρία που αποκομίζεις σε ανταμείβει απόλυτα». Μέσα από τη συνεργασία τους με την Iro, o Mathias Eick και o Trygve Seim ανάπτυξαν τόσο την ικανότητα κατανόησής όσο και την ευελιξία να αρθρώνουν μουσικές φράσεις από κοινού. Αυτό το επίτευγμα της μουσικής επικοινωνίας αργότερα το μετέφεραν στο πολύ διαφορετικό πλαίσιο της μουσικής του Manu Katché στο άλμπουμ Playground αλλά και στις μετέπειτα περιστασιακές εμφανίσεις του Eick ως καλεσμένος, στα μεγάλα σύνολα του Trygve Seim.
*
Η Iro Haarla, γεννήθηκε το 1956, σπούδασε πιάνο και σύνθεση στην Ακαδημία Sibelius του Ελσίνκι και τζαζ αυτοσχεδιασμό με τον Heikki Sarmanto. Πρώτες σημαντικές της επιρροές αποτέλεσαν η μουσική του Thelonious Monk, του Bill Evans και ιδιαίτερα του Paul Bley του οποίου «η σιωπή και το παράδοξο» ήταν καθοριστικά στη διαμόρφωση της Haarla. Σην άρπα, η Haarla είναι αυτοδίδακτη. Αφού αφιέρωσε δυο δεκαετίες αποκλειστικά στη μουσική του Edward Vesala, άρχισε να ηχογραφεί και να ερμηνεύει και άλλες παραγωγές. Ένα ντουέτο με τον σαξοφωνίστα Pepa Päivenmen ακολούθησε ένα ακόμη ντουέτο με τον μπασίστα Uffe Krokfors. Η Haarla και ο Krokfors είναι επικεφαλής του εννεαμελούς γκρουπ, του Loco Motife, και η Iro συμμετέχει ως σολίστ μαζί με τον σαξοφωνίστα Juhani Aaltonen, παίζοντας τη μουσική του Raoul Björkenheim με την UMO Jazz Orchestra.

Ο Trygve Seim, ο Mathias Eick και ο Jon Christensen συνεχίζουν να ηχογραφούν με την την ECM σε διάφορες παραγωγές. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η συνεργασία του σαξοφωνίστα Trygve Seim με τον Ανδρέα Utnem το άλμπουμ Purcor, «μια από τις ωραιότερες ηχογραφήσεις των τελευταίων ετών», σύμφωνα με το περιοδικό All About Jazz. Ο εξαιρετικός ντράμερ Jon Christensen, ένας από τους αρχιτέκτονες της μουσικής κατεύθυνσης της ECM στα πρώτα χρόνια, συνέβαλλε καθοριστικά στο άλμπουμ Remembrance με τον Ketil Bjørnstad και τον Tore Brunborg το 2009. Ο τρομπετίστας Ματίας Eick ολοκλήρωσε πρόσφατα την ηχογράφηση του νέου του άλμπουμ Skala, που θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 2011.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Cyminology
Saburi

Cymin Samawatie: φωνή
Benedikt Jahnel: πιάνο
Ralf Schwarz: ακουστικό μπάσο
Ketan Bhatti: ντραμς, κρουστά



H μουσική αυτής της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας παραγωγής με τον τίτλο Cyminology, είναι μια στοχαστική τζαζ που περιέχει πολλές από τις ποιότητες της μουσικής δωματίου. Διαφορετικές επιρροές από την Περσική την Ευρωπαϊκή ακόμα και από την Βραζιλιάνικη μουσική συγκλίνουν. Η Samawatie καθοδηγεί τα φωνητικά μέρη μέσα από τις ανοιχτές όσο και λεπτεπίλεπτες δομές της μουσικής. Και ενώ το τετριμμένο «πολύ-πολιτισμική μουσική» μου έρχεται στο μυαλό ως χαρακτηρισμός, άλλο τόσο και η φράση «νέα ποιητική λογική».
Josef Woodard, JazzTimes
Το δεύτερο ECM άλμπουμ από το βερολινέζικο συγκρότημα Cyminology, ηχογραφήθηκε όπως και το προηγούμενο στο Όσλο, με παραγωγό τον Manfred Eicher, προχωρά ακόμα περισσότερο τη φυσιογνωμία της μουσικής που σκιαγραφήθηκε στο πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος As Ney, (που επικροτήθηκε από τους κριτικούς) και αναδεικνύει την μουσική ωρίμανση του γκρουπ σε κάθε επίπεδο. Η επικοινωνία και η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους μουσικούς έχει αυξηθεί δυναμικά. Η Cymin Samawatie συνεχίζει να γράφει τις περισσότερες συνθέσεις ενώ ο πιανίστας Benedikt Jahnel, ο ντράμερ Ketan Bhatti και ο μπασίστας Ralf Schwarz βρίσκουν νέους τρόπους ελεύθερης έκφρασης ανάμεσα στις δομές της σύνθεσης. Ο Bhatti και ο Jahnel συμβάλλουν με συνθέσεις τους σ’ αυτή την ηχογράφηση κάτι που ο ντράμερ κάνει για πρώτη φορά. «Η γραφή του Ketan είναι πολύ ανοιχτή», λέει η Cymin, «η οποία επιτρέπει πολλά στοιχεία αυτοσχεδιασμού από όλους μας. Οι συνθέσεις του Benedikt συχνά είναι πιο λεπτομερείς στην ενορχήστρωσή τους. Η συμβολή τους ως συνθέτες εμπλουτίζει το συγκρότημα στο σύνολό του. Διαφορετικά χρώματα προσφέρονται ενισχύοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του γκρουπ».

Και ενώ την προηγούμενη φορά η Cymin Samawatie βασίστηκε στην κλασική περσική ποίηση (Rumi, Hafez), σε ορισμένα από τα κείμενα της, αυτή τη φορά οι στίχοι είναι όλοι δικοί της. H πραγματικότητα της ζωής στο Ιράν που την παρακολουθεί από απόσταση, επηρέασαν τη γραφή της Cymin Samawatie. Συγκεκριμένα το Shakibaai και το Saburi (που είναι και ο τίτλος του δίσκου) που γράφτηκαν για να παρουσιαστούν στο φεστιβάλ Morgeland στην πόλη Osnabrück, συνέπεσαν στην περίοδο όπου οι δυνάμεις ασφαλείας της κυβέρνησης Αχμαντινετζάντ κατέστειλαν τις διαδηλώσεις στους δρόμους της Τεχεράνης, αμέσως μετά τις εκλογές. Τα τραγούδια διακατέχονται από αισθήματα αγανάκτησης και πικρίας.[Η λέξη Saburi σημαίνει υπομονή και η λέξη Shakibaai σημαίνει αντοχή].

Η Samawatie λέει: «Ποτέ δεν ήθελα το Cyminology να είναι ένα «πολιτικό» γκρουπ, αλλά είμαι Ιρανή και επηρεάζομαι από αυτό που συμβαίνει. Βλέποντας την κατάσταση αναγνωρίζω ότι είναι λίγα αυτά που μπορώ να κάνω. Θα ήθελα να πω κάτι και δεν μπορώ, θα ήθελα να κάνω κάτι και δεν μπορώ. Οφείλω να ομολογήσω ότι με καταλαμβάνει μια μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση. Δεν μπορώ να είμαι εκεί, αλλά παρακολουθώ τα πράγματα από εδώ. Το τραγούδι Shakibaai αγγίζει την πτυχή αυτή, επίσης. Και αυτή η απόσταση μπορεί να είναι οδυνηρή, αλλά το να θρηνεί κάποιος στη Γερμανία ποιόν άνθρωπο από το Ιράν μπορεί να βοηθήσει;».

Διάσπαρτες σε όλο το βιβλιαράκι που συνοδεύει το CD, υπάρχουν διάφορες φωτογραφίες της Τεχεράνης που πήρε η Cymin Samawatie δυο χρόνια πριν. Γεννημένη από Ιρανούς γονείς στο Braunschweig της Γερμανίας το 1976, μεγάλωσε ως δίγλωσση, περνώντας κατά τη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας κάποιο χρονικό διάστημα-κάθε χρόνο στο Ιράν.

Αυτή η πολυ-πολιτισμική διάσταση που έχει το γκρουπ, ίσως δεν θα μπορούσε να έχει συγκροτηθεί καλύτερα πουθενά εκτός από το Βερολίνο. Ο πιανίστας Benedikt Jahnel, που γεννήθηκε το 1980 στην Γαλλία, μεγάλωσε κοντά στο Μόναχο, ενώ εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο το 2000. Δάσκαλοί του ήταν ο John Taylor, ο Richie Beirach και ο Kenny Werner. Έχει περιοδεύσει με κορυφαίους διεθνείς μουσικούς όπως ο Charlie Mariano και ο Phil Woods. Έχει το δικό του τρίο.

Ο περκασιονίστας Ketan Bhatti, γεννήθηκε στο Νέο Δελχί της Ινδίας το 1981, και μεγάλωσε στο Bielefeld στη Γερμανία. Περιοδεύοντας ως ντράμερ από την ηλικία των 14 ετών, έχει συμμετάσχει σε πολλές παραγωγές και μουσικά ιδιώματα, από την ρέγγε και την χιπ-χοπ ως τη τζαζ ως μουσικός και παραγωγός. Γράφει επίσης μουσική για το θέατρο.

Ο μπασίστας Ralf Schwarz, γεννήθηκε το 1971, μεγάλωσε στο Braunschweig όπως η Cymin, και έπαιζε όργανο και κιθάρα πριν καταλήξει στο ακουστικό και το ηλεκτρικό μπάσο, εδώ και μια δεκαετία. Μέσα από μαθήματα και εργαστήρια με σημαντικούς μουσικούς της τζαζ, ανάμεσά τους οι Ron Carter, Steve Coleman, Mark Dresser, Mark Helias, Richie Beirach και Billy Hart, εξέλιξε και ανάπτυξε τις δυνατότητές του.

Η ιδέα της Cymin Samawatie να επικεντρώσει μέσω της δουλειάς της στην περσική γλώσσα υπήρχε ήδη από την εποχή των σπουδών της στο Πανεπιστήμιο Τεχνών στο Βερολίνο, όπου ο καθηγητής της Jerry Granelli την ενθάρρυνε να ενσωματώσει την περσική ποίηση σε μια μουσική που δεν θα είναι παραδοσιακή. Η μουσικότητα της γλώσσας, η απαλότητα και η ευελιξία της αποτελούν ένα δυναμικό στοιχείο για την ίδια τη μουσική. Όμως αυτό το modus operandi ανατρέπεται στο Norma, όπου η Cymin με τα φωνητικά της αποδίδει έναν φόρο τιμής στην τραγουδίστρια Norma Winstone, εμπνεόμενη από το άλμπουμ Distances της ECM. «Υπάρχουν κάποιες φορές που ακούς κάτι εξαιρετικό που θέλεις να το αναμεταδώσεις, να κάνεις κάτι που να αποδίδει το πνεύμα του. Αυτή είναι η ιστορία πίσω από το Norma» λέει η Cymin. Στην αρχή του 2009 στο London’s King’s Place το γκρουπ έδινε μια συναυλία ακριβώς δίπλα από τη Norma Winstone, σε έναν κύκλο συναυλιών της ECM.

Στον απόηχο της προηγούμενης ηχογράφησης As Ney, το γκρούπ –ακούραστοι ταξιδιώτες– έχουν περιοδεύσει από τη Ρανγκούν έως την Ουάσινγκτον.

Το νέο άλμπουμ παρουσιάζεται σε μια περιοδεία στη Γερμανία και την Αυστρία που θα γίνει τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο. Η περιοδεία περιλαμβάνει συναυλίες στο Μόναχο, τη Βιέννη, τη Στουτγάρδη το Όρνασμπρικ και το Μάνχαϊμ. Η πρώτη παρουσίαση του δίσκου είναι προγραμματισμένη στο Βερολίνο.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Trio Mediaeval
A Worcester Ladymass

Anna Maria Friman
Linn Andrea Fuglseth
Torunn Østrem Ossum


To A Worcester Ladymass σηματοδοτεί την ευπρόσδεκτη επιστροφή του Trio Mediaeval στο στούντιο του Όσλο. Τέσσερα χρόνια μεσολάβησαν από την τελευταία τους ηχογράφηση (Το άλμπουμ Folk Songs ηχογραφήθηκε το Φεβρουάριο του 2007), ενώ το 2005 ηχογραφήθηκε το Stella Maris, η πρώτη ηχογράφηση του τρίο που περιελάμβανε μεσαιωνική θρησκευτική μουσική, ένας ήχος που τόσο πολύ ταιριάζει στη φυσιογνωμία του τρίο.
Όπως η εφημερίδα Daily Telegraph της Αγγλίας παρατήρησε, «Η λέξη μελίρρυτος θα μπορούσε σχεδόν να έχει επινοηθεί για να περιγράψει τον χαρακτηριστικά καθαρό, δροσερό ήχο των τριών γυναικείων φωνών του Trio Mediaeval. Το Τρίο έχει μια σαγηνευτική ποιότητα, η οποία κάνει οτιδήποτε τραγουδούν να ηχεί υπέροχα: από την πρώτη πολυφωνία ως τη σύγχρονη σύνθεση. Εξαίσιο! Αξίζει να το ακούσετε»..

Στο πέμπτο τους άλμπουμ για την ECM New Series, η Anna Maria Friman, η Linn Andrea Fuglseth και η Torunn Østrem Ossum παρουσιάζουν την αποκατάσταση μιας αναθηματικής λειτουργίας της Παρθένου Μαρίας του 13ου αιώνα. Τα χειρόγραφα προέρχονται από ένα αβαείο Βενδεκτίνων της Αγγλίας. Όπως η μουσικολόγος και συνεργάτης του Τρίο Nicky Losseff αναφέρει στο σημείωμά της, «η συνθετότητα της πολυφωνικής μουσικής ήταν σημαντική για τους μοναχούς που έζησαν στην Μονή της Αγίας Μαρίας, στο Worcester. Η πολυφωνία έδινε ζωή στο κατά τα άλλα απλό λειτουργικό μέρος. Στο Worcester, ένας ασυνήθιστος αριθμός από απομεινάρια και αποσπάσματα έχουν διασωθεί. Περισσότερα από 100 τραγούδια, σε πολλά διαφορετικά στυλ μουσικής: πολυφωνία για να εξωραΐσουν τις κινήσεις της Λειτουργίας, τις διάφορες ελεύθερες φωνές των μοτέτων και τελευταία, οι αυστηροί, ρητορικοί τόνοι των conductus (είναι ένας τύπος ιερής, αλλά μη-λειτουργικής φωνητικής σύνθεσης για μια ή περισσότερες φωνές). Συνολικά, αυτό μαρτυρεί μια ακμάζουσα μουσική κοινότητα».

«Τραγουδώντας αυτή η μουσική σήμερα είναι κάτι περισσότερο από μια απλή ερμηνεία» τονίζει η Anna Maria Friman και συνεχίζει: «Εμπεριέχει πολλά στοιχεία υπόθεσης αλλά και διαίσθησης η διαδικασία της ερμηνείας της μεσαιωνικής μουσικής. Θεωρούμε ότι η εκτέλεση αυτής της μουσικής, μας δίνει την ελευθερία να αφήσουμε τη φαντασία μας και τις ιδέες μας ελεύθερες σαν να δημιουργούμε σύγχρονη μουσική». Το τρίο δεν διεκδικεί την ιστορική αυθεντικότητα. «Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε πώς ακριβώς ηχούσε η μουσική στο μεσαίωνα συνεπώς είναι αδύνατο να αναπαράγουμε έναν μεσαιωνικό φωνητικό ήχο». Αυτό βέβαια μπορεί να είναι μια δημιουργική συνθήκη. «Έχουμε επιλέξει να χρησιμοποιήσουμε τις αποσπασματικές αρχικές πληροφορίες για να μορφοποιήσουμε την ερμηνεία μας». Στην περίπτωση του Ladymass, η αποκατάσταση και η συμπλήρωση με νέα μουσική ήταν απαραίτητη. Καταλαβαίνοντας ότι από τη Λειτουργία έλειπαν δύο τυπικά μέρη (Credo και Benedicamus Domino), οι τραγουδίστριες κάλεσαν τον Gavin Bryars, έναν φίλο και υποστηρικτή του Τρίο από τα πρώτα του βήματα, να συμπληρώσει με σύνθεση τα μέρη που έλειπαν. Ο Bryars πρότεινε να εισαχθούν οι δικές του συνθέσεις στο Ladymass κατά τέτοιο τρόπο ώστε να «διατηρήσει το ίδιο ήθος, χωρίς καμία αίσθηση δυσαρμονίας», παρά το γεγονός ότι από τις συνθέσεις του θα ηχούσαν διαφορετικά από τον περιβάλλοντα τμήματα. Το παλιό και το νέο, κυριολεκτικά και εννοιολογικά, συνυπάρχουν στη δουλειά του Trio Mediaeval.
*
Το Trio Mediaeval ιδρύθηκε το 1997, αναπτύσσοντας το μοναδικό του ρεπερτόριο με την συνεχή συμμετοχή του από το 1998 έως το 2000 στο Hilliard Summer Festival στην Αγγλία και στη Γερμανία. Στη συνέχεια συνεργάστηκαν με την Linda Hirst και τον John Potter. «Το τραγούδι ποτέ δεν ήταν τόσο παράξενα όμορφο», έγραψε ο Joshua Kosman της San Francisco Chronicle, όταν για πρώτη φορά παρουσιάστηκε εκεί και συνεχίζει: «Είναι ίσως από τις σημαντικότερες συναυλίες της χρονιάς. Ακούγοντας κανείς αυτό το τρίο με την αντιστικτική του τελειότητα, είναι να εκπλήσσεται με το τι μπορεί να κάνει η ανθρώπινη φωνή».

«Αυτές οι τρεις γυναίκες έχουν εκπληκτικά όμορφη φωνές», γράφει ο Robert Levine στο αμερικανικό περιοδικό Stereophile και συνεχίζει: «με ξεχωριστά ηχοχρώματα που παρ 'όλα αυτά σμίγουν αρμονικά ... Το Trio Mediaeval τραγουδάει με συναίσθημα, βάθος, και - θα τολμούσα να πω; - με ψυχή ". Τέτοια συναισθήματα αποκόμισαν και από όλη την Ευρώπη. «Ένα από τα πιο εντυπωσιακά νέα γκρουπ», χαρακτήρισε το Τρίο ο συντάκτης του Britain’s Early Music Review ο οποίος προσθέτει: «Οι καθαρές και αβίαστες φωνές τους, με ένα εξαιρετικό έλεγχο στον τονισμό και το ηχόχρωμα σε συνδυασμό με μια προφανή μουσική ευφυΐα, αποδείχνουν την ικανότητά τους να διαμορφώσουν μια μουσική γραμμή και να δώσει δομή σε ένα κομμάτι. Άλλοι έχουν προσπαθήσει να ερμηνεύσουν μεσαιωνικό ρεπερτόριο για σοπράνο φωνές, αλλά κανένας δεν είχε την ίδια επιτυχία όπως αυτό το νέο γκρουπ».

Οι ηχογραφήσεις του Τρίο στην ECM παρουσιάζουν ένα ευρύ φάσμα ρεπερτορίου: . Το Words of the Angel, που ηχογραφήθηκε το 1999, περιελάμβανε τη Messe de Tournai, πολυφωνία του14ου αιώνα, ενώ το Soir, dit-elle (2003) πήρε τον τίτλο του από τη σύνθεση του Ivan Moody. Στο δίσκο αυτό ερμηνεύονται επίσης συνθέσεις των Leonel Power (Missa Alma Redemptoris Mater) Gavin Bryars και Andrew Smith. Το Stella Maris (2005) παρουσίασε μουσική του 12ου και του 13ου αιώνα από την Αγγλία και τη Γαλλία, καθώς και την πρώτη παγκόσμια ηχογράφηση του Missa Lumen de Lumine, έργο του Κορεάτη συνθέτη από κορεατικές συνθέτη Sungji Hong. Το Folk Songs (2007) ήταν μία ενδελεχής παρουσίαση της λαϊκής μουσικής παράδοσης της Νορβηγίας. Το Τρίο συνόδευσε με παραδοσιακά κρουστά ο Birger Mistereggen. Το ήταν υποψήφιο των βραβείων Grammy στην κατηγορία καλύτερης ερμηνείας μουσικής δωματίου.

Κατόπιν, οι τραγουδιστές φιλοξενήθηκαν σε διάφορες άλλες ηχογραφήσεις της ECM. Η Anna Friman and Linn Andrea Fuglseth εμφανίζονται στο Diminuito του Rolf Lislevand (ECM New Series 2088). Η Friman επίσης συμμετείχε στο Cartography του Arve Henriksen (ECM 2086), μια ηχογράφησης που επιπλέον ενσωματώνει τις φωνές του Trio Mediaeval.

Μια συναυλία – παρουσίαση του Α Worcester Ladymass είναι προγραμματισμένη για τις 4 Μαρτίου στο Όσλο. Ακολουθούν περιοδείες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στο τέλος του Μαρτίου το Τρίο θα βρίσκεται στη Βόρεια Αμερική, με ημερομηνίες, με συναυλίες που περιλαμβάνουν πόλεις όπως το Τορόντο, το Κάνσας το Χανόβερ κ.α..

Πολλές και οι προγραμματισμένες συναυλίες σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις και φεστιβάλ.[Norway (7 Μαΐου), Palais des Beaux Arts, Brussels, (24 Μαΐου), Festspillene Bergen, (1η Ιουνίου), Ingolstadt, (7 Ιουνίου), Kulturwochen Hauzenberg, Germany (6 Ιουλίου), Early Music Festival Riga, Latvia (8 Ιουλίου), Festival Internacional de sica da voa de Varzim, Portugal (20 Ιουλίου)].

Η έκδοση που συνοδεύει το cd περιλαμβάνει σημειώματα της Nicky Losseff και της Anna Maria Friman

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Paulo Fresu
A Filetta Corsican Voices
Daniele di Bonaventura

Mistico Mediterraneo

Paolo Fresu τρομπέτα, φλουγκενχορν
Daniele di Bonaventura μπαντονεόν
A Filetta:
Jean-Claude Acquaviva: βαρύτονος;
Paul Giansily: τενόρος;
Jean-Luc Geronimi: βαρύτονος;
José Filippi: μπάσος;
Jean Sicurani: μπάσος;
Maxime Vuillamier: μπάσος;
Ceccè Acquaviva: μπάσος

Eικόνες της Κορσικής, της Μεσογείου αλλά και ολόκληρου του κόσμου αφθονούν σε αυτή τη συναρπαστική συνεργασία του λυρικού ιταλικού τζαζ αυτοσχεδιαστή Paolo Fresu, του μπαντονεονίστα Daniele di Bonaventura και του φωνητικού συνόλου Α Filetta. Το Mistico Mediterraneo είναι η πρώτη καταγραφή μιας συνεργασίας που εξελίσσεται εδώ και αρκετά χρόνια και η πρώτη συνεργασία της ECΜ με το Κορσικάνικο φωνητικό σεπτέτο.
Το φωνητικό σύνολο Α Filetta, φημίζεται για την αναδιατύπωση της κορσικάνικης πολυφωνίας εδώ και τρεις δεκαετίες, καθώς και για τη συμβολή του στη διατήρηση μιας μοναδικής φωνητικής παράδοσης κοσμικής και θρησκευτικής που οι ρίζες της κρατούν από την αρχαιότητα. Οι τραγουδιστές του Α Filetta (Filetta μεταφράζεται ως φτέρη), δεν ξεχνούν ποτέ την παράδοση, αλλά την έχουν κρατήσει ζωντανή αναζωογονώντας την, γράφοντας συνθέσεις για το σύνολο και προσκαλώντας μουσικούς από άλλα είδη. Η ομάδα με επικεφαλής τον Jean-Claude Acquaviva, ο οποίος ήταν μόλις 13 όταν ίδρυσε το Α Filetta το 1978. Για τον ίδιο, το Mistico Mediterraneo αντανακλά με ακρίβεια την πορεία του συνόλου που με επίκεντρο την παράδοση ανοίγει συνεχώς έναν διάλογο με άλλες μουσικές, «εθνικές» ή όχι.

Ο Paolo Fresu, από το γειτονικό νησί της Σαρδηνίας, που έχει τη δική του ιδιαίτερη φωνητική παράδοση, συνυπάρχει αυτονόητα με το φωνητικό σύνολο, με αυτές τις λεπτεπίλεπτες αρχέγονες φωνές, τη μίξη της σύγχρονης σύνθεσης και την απόπειρα να κρατηθούν ζωντανές οι μελωδίες που χάνονται στο βάθος του χρόνου. Καθώς οι αυτοσχεδιαστές προσεγγίζουν αυτό το τοπικό αλλά διεθνές στην ακτινοβολία του ιδίωμα, η ρομαντική τρομπέτα του Fresu ηχεί παραπέμποντας στους θρύλους και τους ήχους των αρχαίων Ιρλανδών, ενώ το επινοητικό μπαντονεόν του Daniele di Bonaventura υπαινίσσεται την ατμόσφαιρα της μουσικής δωματίου και της φολκ σε κάθε του φύσημα.

Τον Οκτώβριο του 2006, ο Fresu και ο μπαντονεονίστας Daniele di Bonaventura, μαζί με άλλους δύο αυτοσχεδιαστές της τζαζ (τον σαξοφωνίστα André Jaume και τον περκασιονίστα Philippe Biondi) που προσκλήθηκαν από τον σκηνοθέτη Francis Aïqui για μία εορταστική εκδήλωση στο Ajaccio, στο θέατρο Aghja, έθεσαν τις βάσεις για τη συνέχεια της συνεργασίας τους. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι μουσικοί έχουν τελειοποιήσει τον κύκλο τραγουδιών γνωστών πλέον ως Mistico Mediterraneo, και ο di Bonaventura έχει διευρύνει τη συνεργασία του με το φωνητικό σύνολο σε άλλες παραγωγές.

Ο Jean-Claude Acquaviva είναι ο κύριος συνθέτης του Α Filetta. Το Rex tremendae και το Figliolu d'ella προέρχονται από ένα ρέκβιεμ γραμμένο το 2004, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη βασιλική του Σαν-Ντενίζ έξω από το Παρίσι. Το U Sipolcru είναι ένα άσμα που γράφτηκε για την Αναπαράσταση των Παθών που πραγματοποιήθηκε στο Calvi στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το Liberata είναι από ένα ντοκιμαντέρ που αναφερόταν στην αντίσταση των Κορσικανών στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.Οι ταινίας είναι ένα σημαντικό μέσο καλλιτεχνικής έκφασης του φωνητικού συνόλου. Έχουν συνεργαστεί εκτεταμένα με τον Bruno Coulais, συνθέτη μουσικής κινηματογράφου από το Παρίσι για πάνω από δώδεκα ταινίες και έργα. Το τραγούδι Le Lac βασίζεται σε ένα Θιβετιανό μάντρα, και είχε δημιουργηθεί για την ταινία του Eric Valli υπό τον τίτλο Himalaya, L’enfance d’un chef, ενώ το Gloria και το La folie du Cardinal είναι από την ταινία του Gabriel Aghion με τον τίτλο Le Libertin (2000). Τρία κομμάτια γράφτηκαν για το Α Filetta από τον Jean-Michel Giannelli, συνθέτη σύγχρονων πολυφωνικών τραγουδιών, σολίστα και συχνό συνεργάτη του συγκροτήματος. Δύο από τις συνθέσεις του βασίζονται σε στίχους του κορσικανού ποιητή Petru Santucci.

Η πρόσφατη συνεργασία του Paolo Fresu με τον Ralph Towner, στη ECM με τον τίτλο Chiaroscuro (το 2009), σημείωσε εξαιρετική επιτυχία ενώ περιλήφθηκε στη λίστα του τριμήνου των καλύτερων δίσκων από τους Γερμανούς κριτικούς (der deutschen Schallplattenkritik Preis). Από το 1990, όπου σάρωσε κυριολεκτικά τα βραβεία των δημοσκοπήσεων του περιοδικού Musica Jazz, ο τρομπετίστας απέσπασε πολλά βραβεία. Ο Fresu έχει παίξει σε πάνω από 300 άλμπουμ κάποια από αυτά προσωπικά, με την EMI, την RCA και την Blue Note. Ενώ το Chiraoscuro ήταν το πρώτο άλμπουμ του στην ECM, τον έχουμε ακούσει και πάλι στη Watt, καλεσμένος της Carla Bley στο άλμπουμ The Lost Chords Find Paolo Fresu (το 2007).

Ο μπαντονεονίστας Daniele di Bonaventura (γεννημένος στο Fermo της Ιταλίας) είναι γνωστός στους ακροατές της ECM από τη συμμετοχή του στο δίσκο του Miroslav Vitous Universal Syncopations ΙΙ (ένας επίσης βραβευμένος δίσκος-Preis der deutschen Schallplattenkritik, Jahrespreis 2007).Ο Di Bonaventura έχει παίξει σε ένα ευρύ πεδίο της μουσικής - από κλασική και τζαζ μέχρι τάνγκο και συμβάλλει με τρεις συνθέσεις του στο Mistico Mediterraneo.

Α Filetta, Fresu και di Bonaventura οργανώνουν μια μεγάλη περιοδεία από τον Μάιο εως τον Δεκέμβριο του 2011. Την άνοιξη οι μουσικοί θα περιοδεύσουν στην Ελβετία, τη Γαλλία τη Γερμανία και την Ιταλία.
Το βιβλιαράκι που συνοδεύει τι CD περιλαμβάνει φωτογραφίες, τα κείμενα των τραγουδιών στα κορσικάνικα και τα Λατινικά με τη μετάφρασή τους στα Γαλλικά καθώς και ένα εισαγωγικό κείμενο στα Αγγλικά.


Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Colin Vallon
Rruga
Patrice Moret Samuel Rohrer

Colin Vallon: piano; Patrice Moret: double-bass; Samuel Rohrer: drums




Το Rruga είναι η εκκίνηση της συνεργασίας μιας εξαιρετικής ομάδας μουσικών με την ECM που φέρνει έναν νέο αέρα στην παράδοση του πιάνο τρίο. Ο πιανίστας Colin Vallon (γεννημένος στη Λοζάνη το 1980), είχε ξεκινήσει το δικό του τρίο από το 1999, και κάλεσε τον μπασίστα Patrice Moret (γεννήθηκε στην πόλη Aigle της Ελβετίας το 1972) και τον Samuel Rohrer (γεννήθηκε στη Βέρνη το 1977) να ενταχθούν στο γκρουπ, το 2004. Και οι τρεις μουσικοί είναι συνθέτες καθώς και διακεκριμένοι σολίστ. Η ηχογράφηση έγινε στη Νότια Γαλλία (στο στούντιο la Buissonne στο Pernes-les-Fontaines) με παραγωγό τον Manfred Eicher.To Rruga προτείνει μια εναργή, ασυνήθιστα ευαίσθητη μουσική από ένα νεανικό αλλά πολυταξιδεμένο γκρουπ, με χρόνια συσσωρευμένης εμπειρίας.
Ο προικισμένος πιανίστας του τρίο επηρεάζεται, όπως χαρακτηριστικά λέει, περισσότερο από τους τραγουδιστές παρά από τους πιανίστες, καθώς το γκρουπ κι αυτό «τραγουδά» με το δικό του μοναδικό τρόπο - με έμφαση στην μελωδία, το ηχόχρωμα, την ατμόσφαιρα, τη δυναμική. Η αφαίρεση είναι το κλειδί: κάθε επιδεικτική δεξιοτεχνική υπερβολή αποφεύγεται. Αυτή είναι συλλογική μουσική που χτίζει την ένταση σιωπηλά, όπως ακριβώς ένα ηφαίστειο που ξαφνικά εκρήγνυται. Μία από τις πηγές έμπνευσης του γκρουπ είναι η μουσική του Καυκάσου. Σε συνθέσεις τους ο Vallon και η παρέα του κάνουν άμεσες αναφορές στη μουσική της περιοχής. Η συλλογική σύνθεση Iskar για παράδειγμα, πήρε το όνομά της από τον ποταμό που διασχίζει τη Σόφια, οι δε αναφορές της μουσικής, παραπέμπουν στο Le Mystère Des Voix Bulgares. Το Rruga (ο τίτλος σημαίνει μονοπάτι ή ταξίδι), αντλεί τη δυναμική του από ένα τούρκικο ρυθμό του Erkan Oğur. Το Meral, επίσης, έχει επιρροές από την τουρκική λαϊκή παράδοση. Αυτά είναι μερικά από τα βασικά χρώματα που συνθέτουν την ηχητική παλέτα του τζαζ αυτού τριο.

Και για τους τρεις μουσικούς του Rruga η ανάπτυξη μιας κοινής μουσικής γλώσσας είναι απόλυτη προτεραιότητα. Ο καθένας τους ως μουσικός, έχει μια μεγάλη ιστορία εμπειριών στο ενεργητικό του. Ο Rohrer, για παράδειγμα, έχει παίξει τύμπανα στο γκρουπ του τιτάνα της free jazz Charles Gayle και, στο άλλο άκρο, έχει συνοδεύσει την Susanne Abbuehl σε τραγούδια μελοποιημένης ποίησης. Έχει το δικό του γκρουπ με το όνομα Tree (με τον Claudio Puntin και τον Peter Herbert) και συνεχίζει να συνεργάζεται με το κουαρτέτο του Wolfert Brederode (νέο ECM άλμπουμ αναμένεται σύντομα). Ο Patrice Moret, ένας μπασίστας που συνδυάζει την βαρύτητα με την ευελιξία, έχει παίξει με τον Uri Caine, τον Ellery Eskelin, τον Matthieu Michel και άλλους. Ως σολίστ πιάνου, ο Colin Vallon έχει αποσπάσει πολλά βραβεία. Παίζει στο world-folk κουαρτέτο της Αλβανίδας τραγουδίστριας Elina Duni (όπως κάνει και ο Moret). Σε διάφορες παραγωγές ο Vallon έχει βρεθεί με μουσικούς όπως ο Kenny Wheeler, ο Tom Harrell και ο Kurt Rosenwinkel, μεταξύ πολλών άλλων.

Το Colin Vallon Trio με τον Patrice Moret και τον Samuel Rohrer πρόκειται να περιοδεύσει στην κεντρική Ευρώπη παρουσιάζοντας το Rruga από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο του 2011. Οι πόλεις που θα τους υποδεχτούν είναι η Ζυρίχη (22 Φεβρουαρίου), το Φράιμπουργκ (25 Φεβρουαρίου), η Γενέυη (26 Φεβρουαρίου), η Βέρνη (27 Φεβρουαρίου), το Μόναχο (24 Μαρτίου), το Φράιμπουργκ και πάλι (28 Μαρτίου), το Βίλινγκεν (2 Απριλίου), το Βερολίνο (3 Απριλίου), η Βασιλεία (2 Μαΐου), το Κρέφελντ (9 Μαΐου), η Βαρκελώνη (10 Μαΐου).
Την άνοιξη το γκρουπ θα περιοδεύσει στις ΗΠΑ.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Ketil Bjørnstad
Svante Henryson

Night Song


Ketil Bjørnstad: piano
Svante Henryson: cello




O Ketil Bjørnstad επιστρέφει στις συνθέσεις για πιάνο και τσέλο, μια ενορχήστρωση που στο παρελθόν μας έδωσε δυο πολύ-αγαπημένους δίσκους με τον David Darling, το The River και το Epigraphs, το 1996 και το 1998 αντίστοιχα.
Σε αυτή τη νέα συνεργασία με τον Σουηδό τσελίστα Svante Henryson, ο Bjørnstad, αφηγείται μια διαφορετική ιστορία όχι μόνο γιατί ο μουσικός του συνοδοιπόρος είναι ένας ερμηνευτής διαφορετικής ευαισθησίας αλλά και γιατί η νέα μουσική που αναπτύσσεται στο Night Song, χαρακτηρίζεται από μια διαφορετική προσέγγιση. Είναι μια ατμοσφαιρική ηχογράφηση, με βαθιές αποχρώσεις, και μελαγχολική ιδιοσυγκρασία.
Η καλλιτεχνική παρουσία του Bjørnstad συνεχίζει να εκτείνεται σε δυο πεδία: Όλες οι ηχογραφήσεις του στην ECM, έχουν υμνηθεί από τον τύπο. Το πρόσφατο Remembrance χαρακτηρίστηκε από το γερμανικό Jazzpondium ως μια τζαζ μουσική δωματίου με ευγενή-κομψό ήχο, ενώ η βρετανική Dailly Express έκανε λόγο για μια εξαίσια, προκλητικά ενδιαφέρουσα μουσική που με το δικό της ήσυχο τρόπο επιβεβαιώνει τη ζωή ως αξία. Ως συγγραφέας ο Bjørnstad είναι επίσης στην επικαιρότητα. Το βιβλίο του υπό τον τίτλο Το Music (στην ελληνική έκδοση: Η Λέσχη των Νέων Πιανιστών, εκδ. Πόλις, 2009) απέσπασε το βραβείο αναγνωστών στη Γαλλία, συμπεριλήφθηκε στη λίστα των best-seller στη Γερμανία και ήταν υποψήφιο για το βραβείο της Independent ως καλύτερο βιβλίο μεταφρασμένης λογοτεχνίας στη Μεγάλη Βρετανία. Ο πολυγραφότατος συγγραφέας -που έχει μεταφραστεί σε όλο τον κόσμο- τώρα συναγωνίζεται τον παραγωγικό συνθέτη σε προσοχή και απήχηση. Και ενώ κάποτε ο Bjørnstad είχε διαχωρίσει τη μια ιδιότητα από την άλλη, φαίνεται πως οι δυο αφηγήσεις, -μουσική και συγγραφική- συνδέονται και συνυφαίνονται. Στο σημείωμά που περιλαμβάνεται στο Night Song, o Bjørnstad αναφέρεται στη νουβέλα του Τhe River (Elven στα νορβηγικά) και στον κεντρικό χαρακτήρα του Aksel Vinding ο οποίος μοιράζεται τις μουσικές εμμονές του με τον δημιουργό του. Και καθώς οι ρόλοι διαχέονται, είναι δύσκολο κάποιος να πει με βεβαιότητα αν ο Bjørnstad είναι ένας συγγραφέας που παίζει μουσική ή ένας μουσικός που επίσης γράφει…

Στο Night Song που ηχογραφήθηκε στο Όσλο το 2009, ο Bjørnstad έχει έναν μουσικό συνεργάτη καλά μυημένο στη μουσική δωματίου ευρύτατης καλλιτεχνικής καλλιέργειας.
Η κλασική θητεία του Svaente Henryson περιλαμβάνει τέσσερα χρόνια ως μπασίστας της Φιλαρμονικής του Όσλο, και δυο χρόνια ως εξάρχον μπάσο της Νορβηγικής Ορχήστρας Δωματίου. Ως τσελίστας συμμετέχει σε ντουέτα και τρίο μαζί με διακεκριμένους κλασικούς μουσικούς, ανάμεσά τους οι πιανίστες Roland Pöntinen και Bengt Forsberg, ο κλαρινετίστας Martin Fröst, η μέτζο σοπράνο Anne Sofie von Otter και ο βαρύτονος Mikael Samuelson. Ο Henryson είναι επίσης συνθέτης μουσικής για φωνητικά και μουσικά σύνολα. Οι συνθέσεις του περιλαμβάνουν έργα για τσέλο και μπάσο, χορωδιακά έργα καθώς και μουσική δωματίου. Τέσσερεις από τις συνθέσεις του Night Song είναι δικές του. Οι ακροατές της ECM έχουν ξανασυναντήσει τον Henryson ως μέλος της Magnetic North Orchestra στην ηχογράφηση του Κyanos (ECM 1822, 2001,). Στο πεδίο της τζαζ έχει επίσης παίξει με διάφορα σχήματα σε συνεργασία με τον Tord Gustavsen, την Marilyn Mazur, τον Nils Petter Molvaer, τον Arild Andersen και άλλους. Έχει ακόμα μια ηχογράφηση με τον Ketil Bjornstad υπό τον τίτλο Seafarers Song (Emarcy Records). H εισβολή του στον κόσμο της ποπ και της ροκ περιλαμβάνει συνθέσεις τραγουδιών σε συνεργασία με τον Elvis Costello, εμφανίσεις σε άλμπουμ του Stevie Wonder και του Ryan Adams και μια ακροβασία διάρκειας τριών χρόνων ως μπάσο-κιθαρίστας ενός hard rock γκρουπ σε συνεργασία με τον Yngwie Malmsteen.

Χαρακτηρισμένος από τον John Fordham της Guardian ως «τρομερό παιδί της τέχνης» ο
Ketil Bjørnstad σπούδασε πιάνο στο Όσλο το Λονδίνο και το Παρίσι ξεκινώντας μια κλασική καριέρα, ώσπου η επαφή του με τον κόσμο της τζαζ ανάτρεψε τις προτεραιότητες και την κατεύθυνσή του. Παρότι ήρθε στην ECM το 1993, στο άλμπουμ του Water Stories συνεργάστηκε με μουσικούς που καθόρισαν τον ήχο της εταιρείας την δεκαετία του ’70, ενώ στο πρώτο του άλμπουμ το 1973, ο Arild Andersen και ο Jon Christensen αποτελούσαν το rhythm section της ηχογράφησης. Από την αρχή ήταν ενεργός ως δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το πρώτο του ποιητικό βιβλίο εκδόθηκε το 1972 και το πρώτο του μυθιστόρημα το 1974. Ακολούθησαν πολλά βιβλία τα οποία έχουν μεταφραστεί στα Δανέζικα, τα Σουηδικά, τα Γερμανικά, τα Ολλανδικά, τα Φινλανδικά, τα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Τσεχικά, τα Πολωνικά, τα Κορεατικά, τα Ρωσικά, τα Μπανγκάλι, τα Ελληνικά και τα Τουρκικά.


Τα άλμπουμ του στην ECM είναι τα ακόλουθα: Water Stores (1993, -Terje Rypdal, Bjørn Kjellemyr, Jon Christensen, Per Hillestad), The Sea (1994, -Rypdal, Christensen, David Darling), The River (1996, -David Darling), The Sea II (1996 -with Rypdal, David Darling, Jon Christensen), Epigraphs (1998, -with David Darling), Life In Leipzig (2005, -Terje Rypdal), The Light (2007, -Randi Stene, Lars Anders Tomter), και το Remembrance (2009, -Jon Christensen, Tore Brunborg).

Oι ηχογραφήσεις του Bjørnstad στην ECM έχουν ενσωματωθεί στα σάουντρακ πολλών ταινιών, πολλές από αυτές, του Jean-Luc Godard. (Notre Musique, The Old Place, Histoire(s) du Cinéma, JLG/JLG, Forever Mozart, και Eloge de L’amour).

*
Η έκδοση που συνοδεύει το CD περιλαμβάνει φωτογραφίες των καλλιτεχνών και ένα σημείωμα του Ketil Bjørnstad


Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Robert Schumann
Heinz Holliger


Robert Schumann: Kreisleriana op. 16
Heinz Holliger: Partita

Alexander Lonquich: πιάνο

«O Schumann», λέει ο Heinz Holliger, «είναι ο συνθέτης που σχεδόν πάντα βρίσκεται στο επίκεντρο της σκέψης μου». Σε αυτή την ηχογράφηση ο Alexander Lonquich διατυπώνει τις διασυνδέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στους ηχητικούς κόσμους της Kreisleriana, με τον σκοτεινό-νυχτερινό ρομαντισμό της, και τον ριζοσπαστικό ρομαντισμό της Παρτίτας του Holliger. Ενάμισης αιώνας χωρίζει αυτές τις δύο συνθέσεις. Ο Lonquich ερμηνεύει την έκδοση του 1838 της Kreisleriana και την Παρτίτα (1999), δύο έργα αφιερωμένα σε δυο μεγάλους πιανίστες, τον Frédèric Chopin και τον Andràs Schiff αντίστοιχα, μεταφέροντάς μας το πώς αντιλαμβάνεται ο Ηolligger τη συνέχεια της μουσικής γλώσσας του Schumann, μέχρι τις μέρες μας.
«Καθώς οι τελευταίοι απόηχοι της Kreisleriana δίνουν τη θέση τους στην πρώτη κίνηση της Παρτίτας του Heinz Holliger, η δική μας πρώτη αντίδραση είναι αυτή της έκπληξης», γράφει ο Hans-Klaus Jungheinrich στο ένθετο που συνοδεύει το CD και συνεχίζει: «Το πρελούδιο φαίνεται να αποτελεί την άμεση συνέχεια του ύφους του Schumann που βέβαια τώρα εκτροχιάζεται σε άλλες κατευθύνσεις, παίρνει το δικό του δρόμο, σαν ένα λεπτό τείχος που όμως κατορθώνει να απορροφήσει μια τεράστια εκρηκτική ενέργεια. Όπως ήταν αναμενόμενο, σύντομα καταλαβαίνουμε πως άλλες δυνάμεις και άλλες, ταχύτερες διεργασίες συμβαίνουν, καθώς ενάμισης αιώνας μουσικής σύνθεσης προετοίμασε το έδαφος για αυτή τη συνθετική έκρηξη της οποίας γινόμαστε μάρτυρες. Η σύνθεση είναι σαρωτική ενάντια σε κάθε στείρο ακαδημαϊσμό. Ο πυρήνας της Παρτίτας παραπέμπει στην Kreisleriana που η μουσική της γλώσσα είναι έντονη, ανήσυχη, με συνεχόμενες εκπλήξεις. Η Παρτίτα δεν είναι τόσο αυστηρή στη δομή της, αλλά περισσότερο αυτοσχεδιαστική. Μπορεί να υπερχειλίζει ή να ταλαντεύεται, όμως στο απόλυτο ξέσπασμα της ευτυχίας της, προκαλεί τόση συγκίνηση, ίδια μ’ αυτήν της ανάγνωσης ενός σπουδαίου στίχου. Ο πιανίστας Alexander Lonquich εκθέτει εαυτόν ανελέητα σε αυτή την τραχιά όψη του ρομαντισμού της Kreisleriana.

Την απόφαση του να εργαστεί πάνω στην πρώτη έκδοση της Kreisleriana (παρότι η αναθεωρημένη έκδοση του 1849 είναι ευρύτερα διαδεδομένη), μας εξηγεί ο πιανίστας Alexander Lonquich στο σημείωμά του που περιλαμβάνεται στο ένθετο: «Πολλά περάσματα στην πρώτη έκδοση έχουν πολύ εντονότερες δυναμικές αλλά και οδηγίες τονισμού απ’ αυτές που συναντάμε 12 χρόνια αργότερα. Αρκετά ritardandos (επιβράδυνση του τέμπο) διακόπτουν τη φυσική ροή της μουσικής. Μερικές φορές το τέμπο είναι τόσο αργό που μας δίνει την εντύπωση της ακινησίας, που αλλάζει βέβαια στη συνέχεια. Για να ακολουθήσουμε αυτό το σύστημα των ρυθμών και των αντιθέσεων οδηγούμαστε αναπόφευκτα στην εντύπωση μιας απουσίας εσωτερικής συνοχής. Αυτό που συμβαίνει ωστόσο είναι, ότι στιγμές αχαλίνωτης φαντασίας φαινομενικά αποκομμένες από το περιβάλλον τους έχουν αριστοτεχνικά ενταχθεί σε ένα ενιαίο σύνολο. Αυτή είναι η ακριβέστερη περιγραφή που θα μπορούσε να δώσει κανείς για τον ψυχισμό του Schumann… Κατά τη γνώμη μου, η δεύτερη έκδοση του 1849 θυσίασε πολλά σημεία λεπτεπίλεπτης επεξεργασίας στο βωμό της σαφήνειας και της καθαρότητας. Το δεύτερο μέρος είναι αναμφίβολα πιο ραφιναρισμένο και εύληπτο στην αναθεωρημένη έκδοση, όμως, δεν συνεχίζει να παραπέμπει στον εύθραυστο χαρακτήρα της προηγούμενης έκδοσης; Αλλά και πάλι, είναι όμοιες; Όχι, δεν είναι. Γιατί όταν παίζω αυτούς τους τονισμούς καταλαβαίνω πόσο ιδιοσυγκρασιακοί είναι στη φόρμα τους. Η πρώτη έκδοση αφηγείται μια τελείως διαφορετική ιστορία.

Ο Alexander Lonquich γεννήθηκε στην πόλη Trier της Γερμανίας. Το 1976, σε ηλικία 16 ετών απέσπασε το πρώτο βραβείο από τον διαγωνισμό Casagrande στην πόλη Τerni της Ιταλίας και έκτοτε είναι ένας περιζήτητος μουσικός σε διεθνές επίπεδο. Έχει συνεργαστεί στενά με τον Claudio Abbado, τον Kurt Sanderling, τον Ton Koopman, τον Emannuel Krivine και ιδιαίτερα με τον Sandor Vegh. ΄Εχει συνεργαστεί επίσης με πολλές ορχήστρες, ανάμεσά τους η Mahler Chamber Orchestra, η Camerata Academia Salzburg, και η Orchestra da Camera di Mantova. Παίζει μουσική δωματίου με τους Heinz Holliger, Joshua Bell, Tabea Zimmermann, Thomas Demenga, Shlomo Mintz, Steven Isserlis, Myklos Perényi και άλλους διακεκριμένους μουσικούς. Σε παλαιότερες ηχογραφήσεις του στην ΕΜΙ, σε ρεπερτόριο Mozart, Schubert, και Schumann είχε πάρει εξαιρετικές κριτικές και είχε αποσπάσει πολλά βραβεία από το Edison Award ως το Diaposon d’Or. Η προηγούμενη ηχογράφησή του στην ECM, ήταν το άλμπουμ υπό τον τίτλο Plainte Calme, ένα ρεπερτόριο του 19ου & 20ου αιώνα γαλλικής μουσικής με συνθέσεις του Fauré, του Messiaen και του Ravel. Η Margaret Barela από το American Record Guide, έγραψε: «Δεν σου χρειάζεται πολύς χρόνος για να νιώσεις γοητευμένος με την ερμηνεία του Alexander Lonquich. Oι πολυδαίδαλες μελωδικές του γραμμές είναι κατάμεστες από λάμψη και λεπτότητα ….Το παίξιμό του χαρακτηρίζεται από υψηλότατη ποιότητα και ομορφιά». Ο Lonquich έχει επίσης συμμετάσχει στο άλμπουμ του Gideon Lewensohn, με τον τίτλο Odradek (ECM New Series 1781).
*
Η συμβολή του Heinz Holliger ως συνθέτης αλλά και ως σολίστ του όμποε είναι καθοριστική για την ECM New Series. Η δισκογραφία του ως συνθέτης περιλαμβάνει τα άλμπουμ Scardinelli-Zyklus, Beiseit/Alb-Cher, Lieder ohne Worte, Schneewittchen, Violinkonzert και Romancendres, (ένα ακόμα έργο με πηγή έμπνευσης τον Schumann), ως σολίστ του όμποε τα Lauds and Lamentations: Music of Elliott Carter and Isang Yun και το Zelenka Trio Sonatas και ως διευθυντής ορχήστρας ο Holliger έχει διευθύνει την Camerata Bern με έργα του Sandor Veress, καθώς και τη WDR Köln Sinfonieorchester σε μουσική του Β.Α. Zimmermann.

Lonquich και Holliger είναι στενοί συνεργάτες και πρόκειται να εμφανιστούν μαζί στο πλαίσιο του Mozartwoche στο Σάλτσμπουργκ στο τέλος Ιανουαρίου 2011.

Το ένθετο που συνοδεύει το CD είναι στα γερμανικά και στα αγγλικά και περιλαμβάνει ένα κείμενο του Hans-Klaus Jungheinrich και ένα του πιανίστα Alexander Lonquich.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το

Stephan Micus

Bold As Light

Stephan Micus:raj nplaim, bass zither, chord zither, bavarian zither, nohkan, shô, voice, kalimba, shakuhachi, sinding

Η ιδέα του να καθίσω μπροστά από ένα τραπέζι και να γράψω μια σύνθεση στο χαρτί είναι μια κατάσταση εντελώς ξένη προς εμένα. Για να καταλήξω σε ένα κομμάτι της μουσικής, πρέπει να δημιουργήσω τον ήχο, έχοντας κάποιο όργανο στα χέρια μου.

Ο Stephan Micus (1953) έχει μια ιδιαίτερη και έντονη σχέση με τα ασυγκέραστα όργανα που παίζει. Πολλά από αυτά προέρχονται από την Ασία ή την Αφρική, και κατάγονται από πανάρχαιες μουσικές παραδόσεις. Ορισμένα από αυτά τα όργανα δεν χρησιμοποιούνται πια ενώ άλλα μπορεί να τα συναντήσει κανείς μόνο ως εκθέματα μουσείων. Στα χέρια του Micus όμως ζωντανεύουν και πάλι. Πειραματίζεται με τις ηχητικές δυνατότητες των οργάνων ανακαλύπτοντας νέες και εφευρίσκει νέες τεχνικές από αυτές που διδάχθηκε από τους μεγάλους δάσκαλους της παράδοσης στα μακρινά ταξίδια του ανά τον κόσμο.

Αυτοσχεδιάζει, αξιοποιώντας εκπληκτικούς συνδυασμούς οργάνων, των οποίων τις μελωδικές γραμμές παίζει και ηχογραφεί ξεχωριστά σε πολυκάναλη κονσόλα. Οι πολυφωνικές δομές που προκύπτουν είναι εκπληκτικά όμορφες καθώς αναδεικνύουν το στοιχείο του μυστηρίου.

Στο Bold As Light τρεις είναι οι πρωταγωνιστές: Το Raj nplaim (ένα είδος φλογέρας από μπαμπού) από το Λάος, το nohkan (φλάουτο από μπαμπού) από την Ιαπωνία, και οι πολλές αντρικές φωνές, οι οποίες, φυσικά άδονται από τον ίδιο.

Το Bold As Light είναι η δέκατη ένατη ηχογράφηση του Stephan Micus για την ECM. Ο καλλιτέχνης συνεχίζει τη δημιουργική του προσπάθεια όλα αυτά τα χρόνια προσφέροντάς μας νέα, μοναδική μουσική κάθε φορά.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το


Markku Ounaskari / Samuli Mikkonen

KUÁRA

Psalms and Folk Songs


Per Jørgensen: trumpet, voice
Samuli Mikkonen: piano
Markku Ounaskari: drums


Ο Φινλανδός ντράμερ - περκασιονίστας Markku Ounaskari έκανε μεγάλη εντύπωση στον παραγωγό Manfred Eicher κατά την ηχογράφηση του Starflowers της Sinikka Langeland και τον προσκάλεσε να παρουσιάσει τη δική του μουσική. Το αποτέλεσμα αποδείχθηκε συναρπαστικό: Ο Ounaskari χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη τους ρωσικούς ψαλμούς και τα δημοτικά τραγούδια των εκτοπισμένων φινλανδικών λαών (Καρελιανοί, Udmurtians, Vepsans) και δημιουργεί μια νέα μουσική, μέσα από την οπτική γωνία του αυτοσχεδιασμού. Ο Markku Ounaskari λέει πως η μουσική του είναι σαν μια πτήση πάνω από άγνωστο έδαφος ή σαν ένα ταξίδι μέσα στη νύχτα.
Ο δίσκος αυτός, είναι επίσης το ξεκίνημα της συνεργασίας με τον πιανίστα Samuli Mikkonen, μια ευχάριστη επιστροφή του Νορβηγού τρομπετίστα-τραγουδιστή Per Jorgensen, γνωστό από τις συνεργασίες του στην ECM με τον Michael Mantler, τον Jon Balke και τον Miki N'Doye.

Μια μοναδική στο είδος της παραγωγή το Kuára αντλεί την έμπνευσή του από τους ρωσικούς ψαλμούς και τα παραδοσιακά τραγούδια των λαών της περιοχής των Ουραλίων. Οι μελωδίες ξεδιπλώνονται αργά, ενώ το ύφος της μουσικής μέσω του αυτοσχεδιασμού απομακρύνεται από τις φόρμες των τραγουδιών. Αυτή η θρησκευτική και κοσμική μουσική είναι το βασικό υλικό απ’ όπου προκύπτουν νέοι ήχοι και ιδέες. Μια στοχαστική ατμόσφαιρα επικρατεί ενώ τα θέματα και τα σόλο συνδιαλέγονται με τη σιωπή.

Ο ντράμερ Markku Ounaskari και ο πιανίστας Samuli Mikkonen (γεννήθηκαν το 1967 και το 1973 αντίστοιχα) είναι από τους πιο γνωστούς και περιζήτητους μουσικούς της τζαζ στη Φινλανδία. Ο δημοσιογράφος Petri Silas έγραψε κάποτε πως είναι ευκολότερο να καταρτήσει κανείς μια λίστα με τα φινλανδικά μουσικά σχήματα όπου ο Ounaskari δεν έχει παίξει, παρά το αντίστροφο. Ωστόσο, τα ακούσματα και τα δείγματα γραφής των δυο μουσικών, κάθε άλλο παρά καθορίζονται από οποιονδήποτε αυστηρό ορισμό της τζαζ.

Σχετικά με το Kuára (που στη τοπική διάλεκτο της Ουντμούρτια σημαίνει ήχος), ο Ounasakari σημειώνει: «Τόσο εγώ όσο και ο Samuli ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για τις μουσικές παραδόσεις που σχετίζονται τη δική μας και ζουν ως και σήμερα κυρίως στη περιοχή της Ρωσίας. Τόσο η μουσική παράδοση όσο και η γλώσσα των λαών των Ουραλίων έχουν κοινές ρίζες και πολλές ομοιότητες». Υπάρχει μια πλούσια παράδοση τραγουδιού στη περιοχή με ισχυρό θρησκευτικό χαρακτήρα, έναν χαρακτήρα που συνδέεται περισσότερο με τις παγανιστικές παραδόσεις καθότι ο χριστιανισμός ήρθε στην περιοχή μόλις το 1870. «Οι παραδόσεις της περιοχής συνδέονται εξίσου και με την ιστορία μας. Αγαπάμε πολύ αυτές τις πανέμορφες και απλές μελαγχολικές μελωδίες. Είναι τόσο κοντά μας αυτή η μουσική που οι αυτοσχεδιασμοί μας με βάση αυτήν, είναι απόλυτα φυσικοί».

Οι ρωσικοί ψαλμοί προστέθηκαν στο ρεπερτόριο μετά από πρόταση του παραγωγού Manfred Eicher. Ο Ounaskari σημειώνει: «Η ιδέα να αναμίξουμε την παγανιστική μουσική παράδοση με την ανατολική ορθόδοξη, μου ακούστηκε πολύ καλή. Ο πατέρας μου που είναι Ρώσος κατά το ήμισυ, συχνά με πήγαινε στην εκκλησία. Τόσο η ορθόδοξη παράδοση όσο και η παγανιστική εκπροσωπούν το ίδιο καλά τη σλάβικη μουσική. Και βέβαια πρέπει να πούμε εδώ, πως ο φινλανδικός πολιτισμός έχει μια επίσης ισχυρή σλάβικη πλευρά».

Ο χαρακτήρας των επιλογών στο Kuára επίσης συνδέεται και με παλαιότερες δουλειές του Samuli Mikkonen που έχει ασχοληθεί εκτενώς με τις μουσικές θρησκευτικές παραδόσεις του βορρά. Έχει χαρακτηριστεί ως ο πιο «Φινλανδός πιανίστας της γενιάς του» καθώς το τοπίο έχει έντονη παρουσία στη μουσική του. Παράλληλα έχει κάνει αρκετές διεθνείς συνεργασίες όπως το τρίο με τον Anders Jormin και τον Audun Kleive, παραγωγές με αυτοσχεδιαστές σαν τον Paul Rutherford και George Haslam, μέχρι και συμμετοχές στο Cobra του John Zorn. Ο Mikkonen έχει επίσης συνθέσει μουσική για κάθε είδος από τη συμφωνική μέχρι τη τζαζ. Και ενώ το πιάνο είναι το κατεξοχήν όργανό του, έχει επίσης ασχοληθεί με το συνθεσάιζερ και την ηλεκτρονική παραγωγή ήχου.

Ο Ounaskari έχει παίξει με όλες τις σημαντικές φυσιογνωμίες της φινλανδικής τζαζ σκηνής αλλά και με πολλούς ακόμα μουσικούς από το παγκόσμιο στερέωμα, ανάμεσά τους οι Lee Konitz, Kenny Wheeler, Tomasz Stanko και Marc Ducret. Στα πρώτα βήματα της καριέρας του ο Ounaskari είχε περιοδεύσει και ηχογραφήσει με το γκρουπ Piirpauke και το γκρουπ Pekka Pohjola, τους πρωτεργάτες μιας μουσικής «πέρα απ’ τα όρια» στη Φινλανδία. Ο Markku συναντήθηκε με τον Manfred Eicher καθώς έπαιζε κρουστά στην ηχογράφηση της Sinikka Langeland Starflowers ένα υβριδικό παραδοσιακό άλμπουμ πολύ διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας.
Έχοντας παίξει μαζί σε διαφορετικά σχήματα από το 1990 μέχρι πρόσφατα, ο Markku Ounaskari και ο Samuli Mikkonen δημιούργησαν ένα ντουέτο το 2004 όπου η βασική ιδέα ήταν να παίζουν αυτοσχεδιαστικά, δημιουργώντας τη μουσική αυτοστιγμεί. Πριν από δυο χρόνια προστέθηκε στο τρίο και ο Νορβηγός τρομπετίστας και βοκαλίστας Per Jørgensen, γνωστός στους ακροατές της ECM από τις συνεργασίες του με τον Jon Balke (Nonsentration, Further, Kyanos, Diverted Travels) και τον Michael Mantler (School of Understanding, Review) και τον Miki N’Doye (Tuki). O Jørgensen, έχει επίσης συνεργαστεί με τον David Murray, τον Dave Liebman, τον Jack Bruce, τον Don Cherry, τον Ed Blackwell και πολλούς άλλους, βρίσκοντας πάντα ένα νέο παίξιμο και μια μοναδική ερμηνεία. Ο Jon Balke, έχει αποκαλέσει τον Jørgensen «μαγικό μουσικό» χαρακτηρισμός που συμμερίζονται και πολλοί άλλοι σολίστες.

Ανάμεσά στους Ounaskari και Mikkonen υπάρχει μια κοινή αντίληψη για τη δομή της μουσικής που αποδεικνύει τα χρόνια της συνεργασίας τους. Ο Per Jørgensen προσθέτει μια φρέσκια ηχητική διάσταση, ένα άλλο επίπεδο ήχου με την τρομπέτα και τη φωνή του. Ο δημοσιογράφος Pentti Ronkanen της φινλανδικής Keskisuomalainen, παρατήρησε ότι «όλα τα φωνητικά μέρη ήταν χωρίς λόγια, μερικές φορές χρωματίζοντας διακριτικά τις μελωδίες των τραγουδιών, άλλες πάλι ανατρέποντας τις σε μια πιο ελεύθερη κατεύθυνση (...). Ένα πολυποίκιλο και υποβλητικό μουσικό ταξίδι όπου κάθε αυτοσχεδιασμός έχει το δικό του χαρακτήρα. Στα ήσυχα σημεία όπου η μελαγχολία κυριαρχεί, ο μουσικός διαλογισμός δεν αυτοπεριορίζεται από οποιοδήποτε ειδολογικό χαρακτηρισμό».

H παρουσίαση του δίσκου ξεκίνησε από την Φινλανδία τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο, ενώ μια σειρά συναυλιών έχει προγραμματιστεί για τις αρχές του 2011.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το


Alban Berg Karl / Amadeus Hartmann

Tief in der Nacht

Juliane Banse soprano
Aleksandar Madžar piano



Τα πρώτα τραγούδια του Alban Berg, που γράφτηκαν με την επίβλεψη του Schönberg, καταμαρτυρούν την μεταμόρφωση του νεαρού συνθέτη από δημιουργό τραγουδιών αγάπης της ύστερης ρομαντικής περιόδου σε έναν εξαίρετο μοντέρνο συνθέτη. Δύο συναρπαστικές στις αντιθέσεις τους εκδοχές του Schließe mir die Augen beide - του 1900 η πρώτη και του 1925 δεύτερη- αναδεικνύουν την τεράστια απόσταση που διανύεει ο Berg σε αυτές τις δύο δεκαετίες. «Το Lamento είναι ένα σπουδαίο κομμάτι», γράφει ο Paul Griffiths, «απ’ αυτά που μπορούν να συνεπάρουν τους εξαιρετικούς μουσικούς που τα παρουσιάζουν εδώ.

Ένα πρόγραμμα με Lieder του Alban Berg και μια καντάτα του Karl Amadeus Hartmann, παρουσιάζονται εδώ, ένα ρεπερτόριο δυνατό, τρυφερό γοητευτικό, από μια ταραγμένη εποχή κατά την οποία δεν ήταν μόνο το τοπίο του τραγουδιού που είχε ανατραπεί. Αν για τα πρώτα τραγούδια του ο Alban Berg θα μπορούσε να ευγνωμονεί τον Richard Strauss και τον Debussy, στην εποπτεία του Arnold Schoenberg, οφείλει τη διαμόρφωσή του ως σύγχρονος συνθέτης. Τα τραγούδια υπό τον τίτλο Sieben Frühe Lieder επιλέχτηκαν από τον Berg ανάμεσα σε 30 συνθέσεις που γράφτηκαν υπό το κριτικό βλέμμα του Schoenberg. Εννέα ακόμα Jugendlieder εμφανίζονται σε αυτό το άλμπουμ, βασισμένα στη ποίηση παλαιότερων ποιητών αλλά και συγχρόνων του Berg, όπου η νέα μουσική του γλώσσα αποκτά πια μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. «Πλήρως τονικά επεισόδια διαδέχονται άλλα στα οποία η αρμονία γλιστρά από τη μια αμφιθυμία στην άλλη», σημειώνει ο Paul Griffiths στο κείμενο που συνοδεύει την έκδοση. Δύο συναρπαστικές στις αντιθέσεις τους εκδοχές του Schließe mir die Augen beide -του 1900 η πρώτη και του 1925 δεύτερη- αναδεικνύουν την τεράστια απόσταση που διανύεει ο Berg σε αυτές τις δύο δεκαετίες. Η εκδοχή του 1925, συναρπαστική και ελκυστικά παράξενη, αντανακλά την επίδραση που είχε ο λυρισμός της τελευταίας περιόδου του ρομαντισμού πάνω στον Berg. Άραγε η εκδοχή του 1925 αυτόματα καθιστά παρωχημένη τη θερμή και εύγλωττη παλαιότερη εκδοχή; Καταργεί ή διευρύνει μήπως τη σφαίρα του εφικτού;

Ο Berg εξέδωσε αυτά τα τραγούδια γιατί προφανώς βρήκε μια καλλιτεχνική αξία στην αναζήτηση και το «ξανακοίταγμα» του παλιού υλικού. Ο Karl Amadeus Hartmann είχε πάλι άλλους λόγους για να επανέλθει σε παλαιότερο υλικό. Το Lamento του 1955, βασίστηκε σε σόλο αποσπάσματα σε μια παρτιτούρα του 1936/7 για σοπράνο, χορωδία και πιάνο, και ήταν στην αρχική του μορφή αφιερωμένο στον Berg. Το Lamento ήταν ένα από τα πολλά έργα του Hartmann που δεν βρήκαν το δρόμο τους προς το κοινό κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κυριαρχίας (ο Hartmann είχε απαγορεύσει να παίζονται τα έργα του). Στη συνέχεια ένιωσε την ανάγκη να το αναθεωρήσει, διατηρώντας όμως το χαρακτήρα της μουσικής διαμαρτυρίας και του πένθους. «Το Lamento είναι ένα σπουδαίο κομμάτι», γράφει ο Paul Griffiths, «απ’ αυτά που μπορούν να συνεπάρουν τους εξαιρετικούς μουσικούς που τα παρουσιάζουν εδώ. Η Juliane Banse είναι το είδος του τραγουδιστή που ο Hartmann πρέπει να είχει φανταστεί, μια καλλιτέχνις που μπορεί να διατηρήσει την ευκολία, τη δύναμη και τη θέρμη κάτω από δύσκολες συνθήκες, που το τραγούδι της είναι ισχυρό και συγχρόνως ευάλωτο και που η μουσική της εμπειρία εκτείνεται από Μπαχ μέχρι σήμερα. Ο Aleksandar Madžar φέρει ομοίως το ιστορικό βάθος αλλά και την αμεσότητα του αισθήματος στην ερμηνεία του. Ωστόσο οι ερμηνευτές, μας μεταδίδουν και ένα ακόμα στοιχείο της μουσικής: αυτό της απελπισμένης σιωπής που είναι και η εκκίνηση του έργου. Και ίσως δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά καθώς ο συνθέτης ζώντας αυτή την ακατανόμαστη εποχή μόνο σκιές θα μπορούσε να βλέπει να ορθώνονται στο μέλλον.

Η Juliane Banse γεννήθηκε στη γερμανική πλευρά της λίμνης της Κωνσταντίας, και μεγάλωσε στην Ελβετία. Βρίσκεται στο διεθνές προσκήνιο από τα είκοσι πέντε της με ένα ρεπερτόριο από τον Μπαχ ως τον Μότσαρτ, από τα Lieder στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα και τον Mahler, μέχρι τη σύγχρονη μουσική. Είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην όπερα Schneewittchen του Heinz Holliger, που υπήρξε και η πρώτη της δισκογραφική συνεργασία με την ECM. Στη συνέχεια έχει ηχογραφήσει έργα του Frank Martin και του György Kurtág, καθώς και ρεσιτάλ σε συνεργασία με τον András Schiff. Οι ηχογραφήσεις της στην ECM κέρδισαν την προσοχή της κριτικής και του κοινού. Το Kafka Fragments του Kurtág κέρδισε το Βραβείο Edison, το κλασικό βραβείο του MIDEM και το ιαπωνικό Modern Music Prize, ενώ και τα δύο δισκογραφικά ρεσιτάλ με τον András Schiff (Τραγούδια του Debussy και του Μότσαρτ) καθώς και η ερμηνεία της στην όπερα του Heinz Holliger Schneewittchen, κέρδισαν το βραβείο deutschen Schallplattenkritik.

Μετά τις σπουδές του στη γενέτειρα του το Βελιγράδι και τη Μόσχα, ο Aleksandar Madžar κέρδισε το τρίτο βραβείο στο Leeds Competition το 1996. Συνέχισε τις σπουδές του μέχρι το 2004, όπου και ξεκίνησε την καριέρα του ως σολίστ με ένα ευρύ φάσμα ρεπερτορίου από τον Mozart, τον Beethoven και τον Chopin μέχρι τoν Ligeti. Η παρούσα ηχογράφηση είναι η πρώτη συνεργασία του Madžar με την ECM και μια από τις λίγες που έχει κάνει.

Πολλές εμφανίσεις έχουν προγραμματιστεί αρχής γινομένης από τον Ιανουάριο του 2011, που βρίσκει τη Juliane Banse και τον Aleksandar Madžar να περιοδεύουν ανά την Ευρώπη.

Η έκδοση που συνοδεύει το CD περιέχει τους στίχους των τραγουδιών –των Carl Hauptmann, Nikolaus Lenau, Theodor Storm, Rainer Maria Rilke, Johannes Schlaf, Otto Erich Hartleben, Paul Hohenberg, Johann W. v. Goethe, Karl Busse, Peter Altenberg, Andreas Gryphius – στην πρωτότυπη γλώσσα (Γερμανικά) και στα αγγλικά, ένα κείμενο του Paul Griffiths καθώς και φωτογραφίες των καλλιτεχνών.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Αγοράστε το





Arvo Pärt
Tabula rasa

Fratres
Gidon Kremer βιολί
Keith Jarrett πιάνο
ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟ
eshop ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΑΡΚΤΟΥ
Cantus in memory of Benjamin Britten
Staatsorchester Stuttgart
Dennis Russell Davies μουσική διεύθυνση

Fratres
12 τσέλα της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου

Tabula rasa
Gidon Kremer βιολί
Tatjana Grindenko βιολί
Alfred Schnittke προετοιμασμένο πιάνο
Lithuanian Chamber Orchestra
Saulus Sondeckis μουσική διεύθυνση

Για τον εορτασμό των 75ων γενεθλίων του Arvo Pärt, η ECM New Series και ο εκδότης του συνθέτη Universal Edition ένωσαν τις δυνάμεις τους για να παρουσιάσουν μια ειδική πολυτελή έκδοση του Tabula Rasa σε περιορισμένα αντίτυπα.

Το Tabula Rasa εγκαινίασε την ECΜ New Series το 1984, με μοναδικές ερμηνείες των συνθέσεων του Pärt από ένα εκπληκτικό επιτελείο μουσικών. Ανάμεσά τους, ο Gidon Kremer, ο Keith Jarrett, ο Dennis Russell Davies και ο Alfred Schnittke. Το Tabula Rasa άλλαξε το τοπίο της σύγχρονης μουσικής.

Αυτή η ιστορική ηχογράφηση επανεκδίδεται μαζί με ένα βιβλίο 200 σελίδων που περιλαμβάνει ανέκδοτα χειρόγραφα του Pärt, καθώς και σπουδές του Tabula Rasa, του Cantus in memory of Benjamin Britten και του Fratres για βιολί/πιάνο και 12 βιολοντσέλα – όλων των έργων που αποτέλεσαν το ηχογραφημένο υλικό της πρώτης έκδοσης.

Το βιβλίο επίσης περιλαμβάνει ένα κείμενο του Wolfgang Sandner, ένα νέο εισαγωγικό σημείωμα του Paul Griffiths, φωτογραφίες, τη δισκογραφία του συνθέτη και την εργογραφία του, στην αγγλική και τη γερμανική γλώσσα.

Αυτή η ιδιαίτερη έκδοση απευθύνεται τόσο στους νέους ακροατές του Pärt, όσο και στους θερμούς υποστηρικτές της μουσικής του αλλά και στους νέους σπουδαστές και μελετητές της μουσικής.

[Από την εισαγωγή του Paul Griffiths]
Tabula rasa: Η λευκή σελίδα. Είναι αδύνατο να νιώσουμε πια όλο αυτό που νιώσαμε την εποχή που οι συνθέσεις του Arvo Pärt πρωτοπαρουσιάστηκαν πριν από εικοσιπέντε χρόνια, όχι γιατί η μουσική έχασε κάτι από το φως της αλλά γιατί εμείς δεν είμαστε πια στο σκοτάδι. Το έργο εξακολουθεί να είναι αυτό που ήταν: μια λευκή σελίδα- Εμείς όχι.

Για να επιστρέψουμε, θα έπρεπε να ξεχάσουμε όλα όσα συνέβησαν με την έλευση αυτού του δίσκου, αυτή την ξαφνική φωνή από το μακρινό παρελθόν που συμφιλίωσε τα πάντα, αυτό το παράθυρο που άνοιξε μπροστά μας έναν κόσμο τελείως άγνωστο, ένα διαφορετικό τρόπο ακρόασης, ακόμα-ακόμα μια διαφορετική σχέση με όλα αυτά που αποκαλούμε μουσική.
Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το

Giya Kancheli
Themes from the Songbook


Dino Saluzzi bandoneon
Gidon Kremer violin
Andrei Pushkarev vibraphone
Jansug Kahkidze voice/conductor
Tbilisi Symphony Orchestra


O Γεωργιανός κινηματογράφος είναι ένα περίεργο φαινόμενο: ιδιαίτερος, φιλοσοφικά φωτεινός, στοχαστικός ενώ ταυτόχρονα φέρει την αγνότητα και την αθωότητα ενός παιδιού. Υπάρχει οτιδήποτε που μπορεί να με κάνει να κλάψω και οφείλω να ομολογήσω πως αυτό -το να κλαίω- δεν είναι καθόλου εύκολο.

- Federico Fellini

Το Themes from the Songbook είναι το νέο άλμπουμ του Giya Kancheli πολύ διαφορετικό από κάθε προηγούμενο. Ένα μοναδικό επιτελείο μουσικών που προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους, τον κορυφαίο Αργεντινό μπαντονεονίστα Dino Saluzzi και τον εξαίρετο Λετονό βιολονίστα Gidon Kremer. Ανάμεσά τους, ο χαρισματικός ουκρανός βιμπραφωνίστας Αντρέι Pushkarev. Υπό τον τίτλο Μουσική του Giya Kancheli για το θέατρο και τον κινηματογράφο, το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στο Όσλο και τη Ρίγα ως έκπληξη-δώρο γενεθλίων για τη συμπλήρωση των 75 χρόνων του μεγάλου Γεωργιανού συνθέτη. Το άλμπουμ περιέχει εμπνευσμένες ερμηνείες ντουέτων και τρίο, θεμάτων από την πρώιμη μουσική του συνθέτη. Όπως και άλλοι συνθέτες του πρώην σοβιετικού μπλοκ, ο Giya Kancheli πριμοδοτούσε τη μουσική του τέχνη γράφοντας μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Αν αυτό θεωρήθηκε μέρος της διαδικασίας για τη μουσική του ωρίμανση, ο Kancheli πήγε πιο βαθιά από ό, τι πολλοί από τους συγχρόνους του. Διαμόρφωσε ισχυρές σχέσεις με θεατρικούς συγγραφείς και σκηνοθέτες και αυτή η σχεδόν τυχαία μουσική του έγινε ευρύτατα γνωστή στο λεγόμενο ανατολικό μπλοκ.

Το 2009 ο Kancheli εξέδωσε το βιβλίο Απλή Μουσική για πιάνο παρουσιάζοντας μελωδίες που καλύπτουν μια μακρά περίοδο, μερικές χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1960 και του '70. Από τον πρόλογο του συνθέτη. «Παρά το γεγονός πως είμαι αφοσιωμένος στη συμφωνική μουσική και τη μουσική δωματίου έγραψα ταυτόχρονα μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Δεν υπάρχει αμφιβολία λοιπόν, ότι ορισμένα θέματα που προορίζονταν αρχικά για θεατρικά έργα και ταινίες στη διαδρομή έγιναν μεγαλύτερα έργα ή οι μεγαλύτερες φόρμες περιείχαν επεισόδια που παραπέμπουν στη μουσική για το θέατρο ή τον κινηματογράφο. Ακόμα και εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να θυμηθώ που εμφανίστηκε ένα θέμα για πρώτη φορά δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εκατό και άνω ταινιών που έχω συνθέσει μουσική έχουν πια περάσει στην ιστορία. Γι’ αυτό και αποφάσισα να αναβιώσω κάποιες μινιατούρες σε αυτή τη συλλογή. Ο χρόνος θα δείξει αν μπορούν να επιβιώσουν έξω αρχικό τους πλαίσιο. Μέχρι τότε, θα επέτρεπα στον εαυτό μου να δώσει μια μικρή συμβουλή σε όσους ενδιαφέρονται και για τα ταπεινά σχεδιάσματα. Η απλότητα της παρουσίασης δεν αποκλείει, αλλά μάλλον ενθαρρύνει την ελευθερία της ερμηνείας, ιδιαίτερα για εκείνους που έχουν το χάρισμα του αυτοσχεδιασμού. Η τήρηση των υποδείξεων του τέμπο, της δυναμικής ή της ερμηνείας δεν είναι καθόλου υποχρεωτική. Μπορείτε να παίξετε όσα από αυτά τα κομμάτια θέλετε , όπως σας αρέσει, με τη σειρά που επιλέγετε ...»

Για την ECM η έκκληση για ελεύθερη ερμηνεία και αυτοσχεδιασμό ακούγεται σαν ένα προσωπικό μήνυμα που απευθύνεται στον Dino Saluzzi, τον Αργεντινό ποιητή του μπαντονεόν και συνθέτη του οποίου η εκφραστική ελευθερία αγγίζει τα όρια του θρύλου. Με τα 75α γενέθλια του Kancheli προ των πυλών, ο Manfred Eicher πρότεινε στον Saluzzi να ηχογραφηθούν κάποιες μουσικές, κάνοντας έτσι ένα προσωπικό αφιέρωμα στο συνθέτη. Το ίδιο χρονικό διάστημα ο Gidon Kremer, χρόνια υποστηριχτής της μουσικής του Giya Kancheli, σκεφτόταν να κάνει ένα αφιέρωμα βασισμένο στη μουσική του από τον κινηματογράφο.

Με τους Kremer και Saluzzi να συμμετέχουν, το έργο πήρε νέες διαστάσεις. Ο βιμπραφονίστας Andrey Pushkarev, συχνός συνεργάτης της Kremerata Baltica έκανε τις αναγκαίες μεταγραφές και συνεργάστηκε με τον Kremer στη Ρίγα, και τον Saluzzi στο Όσλο παροτρύνοντάς τον να αγκαλιάσει το υλικό με μια χαλαρή διάθεση.

Μια ακόμη έκπληξη στο τέλος του άλμπουμ είναι το τραγούδι του αείμνηστου τραγουδιστή και μαέστρου Jansug Khakidze που τον έχουμε ακούσει επίσης στο Rites του Jan Garbarek και ήταν στενός φίλος του Kancheli. Εδώ, τον ακούμε στην ερμηνεία του πρωτότυπου τραγουδιού για την γεωργιανή ταινία υπό τον τίτλο «Γη, αυτός είναι ο γιος σου».

Εννέα από τα θέματα που παρουσιάζονται εδώ προέρχονται από συνεργασίες του Kancheli με τον διεθνούς φήμης σκηνοθέτη του θεάτρου Robert Sturua. Υπάρχουν επίσης, θέματα από ταινίες του Revaz Chkeidze, του Sergei Bodrov, του Revaz Gabriadze, της Lana Gogoberidze και άλλων.

Το βιβλιαράκι που συνοδεύει την έκδοση περιέχει κείμενα του Sandro Kancheli, φωτογραφίες αρχείου και φωτογραφίες από το στούντιο.
Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το

Trygve Seim / Andreas Utnem
Purcor


Trygve Seim tenor and soprano saxophones
Andreas Utnem piano, harmonium


Ηχογραφημένο στο Tøyen Kirke, μια εκκλησία στη παλιά πόλη του Όσλο, το έντονα μελωδικό άλμπουμ περιέχει τις ηχογραφήσεις του ντουέτου που έχει ήδη μια ιστορία δεκατριών ολόκληρων χρόνων.

Με τον απλό υπότιτλο τραγούδια για σαξόφωνο και πιάνο, καλύπτει ήσυχα ένα ευρύ φάσμα ρεπερτορίου. Ο Andreas Utnem κάνει λόγο για «αυτοσχεδιαζόμενη εκκλησιαστική μουσική» με ένα ρεπερτόριο που περιλαμβάνει νέες ερμηνείες σε μέρη της Θείας Λειτουργίας -ως έναν κεντρικό πυρήνα-, παραδοσιακά τραγούδια, μουσική για το θέατρο, αυτοσχεδιασμούς καθώς και μια νέα εκδοχή του διαλογιστικού Bhavana (που ακούσαμε σε πρώτη εκτέλεση στο άλμπουμ του Seim, Different Rivers).

Γύρω στο 1997, ο συνθέτης θρησκευτικής μουσικής Andreas Utnem, σε συνεργασία με το ίδρυμα Church City Mission της Νορβηγίας κάλεσε τον σαξοφωνίστα Trygve Seim να τον συνοδεύσει σε επιλεγμένες λειτουργίες και έτσι οι δύο μουσικοί αυτοσχεδίασαν πάνω σε παραλλαγές των ιερών ψαλμών. «Παίξαμε επίσης ορισμένες από τις συνθέσεις του Ανδρέα και κάποιες δικές μου» θυμάται ο Seim. Οι συναντήσεις αυτές σύντομα οδήγησαν σε μια άτυπη συναυλία και το 2008, οι μουσικοί αποφάσισαν να ηχογραφήσουν κάποιες από τις μουσικές που είχαν παίξει και διαμορφώσει όλο αυτό το χρονικό διάστημα.

«Η μουσική συγκρότηση του Ανδρέα είναι αρκετά διαφορετική από τη δική μου», σημειώνει ο Seim, «αλλά υπάρχει κάτι στον τρόπο που συνθέτει το οποίο μού ανασύρει μια άλλη ποιότητα συγκέντρωσης στο παίξιμό μου. Με τον καιρό έχουμε φτάσει σε μια ξεχωριστή απλότητα και σαφήνεια, κάτι, που με ευχαριστεί ιδιαίτερα».

Το Purcor είναι το 6ο άλμπουμ του Trygve Seim στην ECM, ενώ είναι η πρώτη συνεργασία του Andreas Utnem με την εταιρεία. Γεννημένος το 1973, ο Utnem έχει αποσπάσει την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης μέσα από τη συνεργασία του με τον Νορβηγό παραδοσιακό βιολονίστα Gjermund Larsen (ο οποίος συνεργάζεται με τον Christian Wallumrød στο άλμπουμ Fabula Suite Lugano). Παρεμπιπτόντως τόσο ο Utnem όσο και ο Wallumrød και ένας ακόμα πιανίστας της ECM, ο Tord Gustavsen, έχουν όλοι τους συμμετάσχει στις εβδομαδιαίες λειτουργίες της εκκλησίας Toyen. Στο Βορρά, όπου συχνά η παραδοσιακή μουσική υιοθετείται ή προσαρμόζεται σε ένα θρησκευτικό περιεχόμενο, τα όρια ανάμεσα στα μουσικά ιδιώματα είναι πιο δυσδιάκριτα. Ο Utnem παράλληλα με την ενασχόλησή του με τη θρησκευτική μουσική, έχει επίσης συνθέσει μουσική για το θέατρο τον κινηματογράφο και την τηλεόραση τόσο στη Νορβηγία όσο κι στη Σουηδία. Παίζει επίσης στο τζαζ κουαρτέτο του κιθαρίστα Bjørn Klakegg.

Αρχικά εμπνευσμένος από τον Jan Garbarek και τον Edward Vesala, ο Trygve Seim έχει εργαστεί σε πολλές διαφορετικές πτυχές της σύγχρονης τζαζ. Η δική του μουσική όμως, κερδίζει τις αποστάσεις της από κάθε συμβατικό ορισμό της τζαζ, βήμα το βήμα, έργο το έργο. Η έρευνά του στη μουσική παράδοση της Ασίας της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα στους ήχους του αρμένικου duduk, του ιαπωνικού shakuhachi και του ινδικού bansuri έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στη μουσική του. Λεπτές αποχρώσεις και υλικά είναι μέρος της παλέτας του, ενώ οι μικρο-τονικές μελωδικές του φράσεις γλιστρούν, παραφράζοντας τις νότες του. Ταυτόχρονα όμως, το εμπνευσμένο τενόρο σαξόφωνό του ακούγεται στις μπαλάντες αυτές, με μια τρυφερότητα και ένα συναισθηματικό βάθος που συχνά θυμίζει τον τρόπο του Ben Webster.

Εκτός από την προσωπική του δισκογραφία στην ECM (Different Rivers, The Source, The Source and Different Cikadas), έχει συνυπογράψει με τον ακορντεονίστα Frode Haltli δύο άλμπουμ (Sangam, Yeraz) και ως μέλος του γκρουπ Τhe Source συμμετείχε στις ηχογραφήσεις της Iro Haarla (Northbound), της Sinikka Langeland (Starflowers)-οι οποίες αμφότερες ετοιμάζουν νέα άλμπουμ-, του Christian Wallumrød (Sofienberg Variations) και ως σολίστ, στο άλμπουμ του Manu Katché (Playground). Άλλες πρόσφατες δραστηριότητες του Seim ήταν η παρατεταμένη παραμονή του στο Κάιρο όπου μελέτησε τους αραβικούς δρόμους και έκανε συναυλίες σε συνεργασία με τον πιανίστα Fathy Salama. Η συναυλιακή παρουσίαση του Purcor προγραμματίζεται και θα ανακοινωθεί σύντομα.
Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το

Erkki-Sven Tüür
Strata


Nordic Symphony Orchestra
Anu Tali conductor
Jörg Widmann clarinet
Carolin Widmann violin
Jason Moran πιάνο
Reuben Rogers ακουστικό μπάσο
Eric Harland ντραμς


Θα μπορούσε να παρομοιάσει κανείς τον ήχο μου σαν ένα αφηρημένο θεατρικό έργο όπου δρουν συγκεκριμένοι χαρακτήρες σε μια εξαιρετικά δυναμική αλληλουχία γεγονότων. Η «δράση» εκτυλίσσεται σε έναν χώρο που μεταβάλλεται συνεχώς ως προς το μέγεθός του, κάποιες φορές υπό διαστολή και άλλες υπό συρρίκνωση.


Έτσι χαρακτηρίζει ο Erkki-Sven Tüür τα πρόσφατα δυναμικά του έργα. Η πέμπτη κατά σειρά έκδοση δίσκου από την ECM New Series είναι αποκλειστικά αφιερωμένη στη μουσική του Εσθονού συνθέτη και παρουσιάζει σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση δύο μεγάλες ορχηστρικές συνθέσεις. Το Strata και το Noёsis που ερμηνεύονται από τη Νordic Symphonic Orchestra του Ταλίν υπό τη διεύθυνση της Εσθονής διευθύντριας ορχήστρας Αnu Tali. Ορχήστρα και αρχιμουσικός εγκαινιάζουν με αυτή την ηχογράφηση τη συνεργασία τους με την ΕCM.

Το Strata, η έκτη συμφωνία του Tüür, η οποία ανατέθηκε και πρωτο-παίχτηκε από τη Nordic Symphony Οrchestra, αποτελείται από μία ενιαία 32λεπτη κίνηση, που σύμφωνα με τη γεωλογική μεταφορά του τίτλου, διερευνά τη σταδιακή κίνηση και τη μεταβαλλόμενη σχέση των διαφορετικών μουσικών στρωμάτων. Στην έκδοση που συνοδεύει το cd, o συνάδελφος συνθέτης και μουσικολόγος Kerri Kotta τονίζει ότι η πορεία του συνθέτη διαμορφώθηκε μέσα από τη χρήση πολλών και συχνά αντικρουόμενων στυλ, η συμφωνία ωστόσο δεν αρκείται στον εκμοντερνισμό των γνωστών μοντέλων. Παρά το γεγονός ότι ο Tüür αποφεύγει επιμελώς συγκεκριμένες μουσικές αναφορές και φόρμες, η ταυτότητα των έργων του εκδηλώνεται μέσα από χαρακτηριστικές ρυθμικές, μελωδικές, δυναμικές και συναισθηματικές ποιότητες. Αυτά είναι τα στοιχεία αρθρώνουν την αλλαγή στη μορφή του έργου, όταν ένα κλειδί ή ένας κώδικας, δημιουργεί πολλές φωνές οι οποίες με τη σειρά τους εξελίσσονται και αποτελούν μια διαφορετική υφή-στρώμα. Οι συνθέσεις του Tüür από το 2002, ακολουθούν μια νέα πορεία. «Έχω εφεύρει μια μέθοδο που αποκαλώ διανυσματική γραφή, όπου η βασική φωνή ακολουθεί τις υπόλοιπες σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Το βασικό υλικό δίνεται από έναν ορισμένο αριθμητικό κώδικα που λειτουργεί σαν ένας γενετικός κώδικας στη διαμόρφωση της όλης σύνθεσης, με όλες τις πιθανές μεταλλάξεις και μετασχηματισμούς. Η τεχνική αυτή μου δίνει το πλεονέκτημα μιας μεγαλύτερης αρμονικής ποικιλίας» τονίζει ο συνθέτης.

Το Noēsis γράφτηκε κατόπιν ανάθεσης του Neeme Järvi και πρωτο-παίχθηκε από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Detroit. Τα σολιστικά μέρη αυτού του κονσέρτου για κλαρινέτο, βιολί και ορχήστρα ερμηνεύονται στη παρούσα ηχογράφηση από τον Jörg και την Carolin Widmann. H Carolin έχει κερδίσει υμνητικές κριτικές για την ερμηνεία της στις σονάτες για βιολί του Robert Schumann και το ρεσιτάλ της αφιερωμένο στον 20ο αιώνα υπό τον τίτλο Phantasy of Spring και ο Jörg Widmann συγκαταλέγεται ανάμεσα στους εξέχοντες νέους συνθέτες της εποχής μας, καθώς και ένα από τα καλύτερα σύγχρονα κλαρινέτα. Ένα πορτρέτο των πρόσφατων συνθέσεών του πρόκειται να εκδοθεί από την ECM το 2011.

Ο Erkki-Sven Tüür γεννήθηκε το 1959 στην πόλη Kärdla, της Εσθονικής νήσου Hiiumaa. Σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος, μελέτησε κρουστά και φλάουτο στο Μουσικό Σχολείο του Ταλίν από το 1976 έως το 1980. Από το 1980 έως το 1984 σπούδασε σύνθεση με τον Jaan Rääts στη Μουσική Ακαδημία της Εσθονίας και μελέτησε με τον Lepo Sumera. Το 1979 ίδρυσε την ροκ ορχήστρα δωματίου In spe, που πολύ γρήγορα έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα στην Εσθονία. Ο Tüür εργάστηκε ως συνθέτης, φλαουτίστας, κιμπορντίστας και τραγουδιστής σε αυτό το σύνολο (το σύνολο επανασυγκροτήθηκε στην αρχική του σύνθεση για μια τελευταία συναυλία τον Δεκέμβριο του 2009).

Με την έλευση της περεστρόικα, η μουσική του Tüür έγινε γνωστή και έξω από την Εσθονία. Η αρχική επιτυχία που είχε στη Φινλανδία, στα τέλη του 1980, οδήγησε σε μια σειρά αναθέσεις έργων, ανάμεσά τους το Searching for Roots - Hommage à Sibelius (1990) για την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ελσίνκι. Το έργο Architectonics VI (1991) που ανατέθηκε από το Φεστιβάλ του Ελσίνκι, συμπεριλήφθηκε στην πρώτη ηχογράφηση του συνθέτη για την ECM New Series υπό τον τίτλο Crystallisatio, που εκδόθηκε το 1996. Έχει ηχογραφήσει επίσης τα άλμπουμ Flux (1998), Exodus (2002), και Oxymoron (2003 & 2006).

Τα έργα Tüür έχουν ακουστεί σε όλο τον κόσμο και παίζoνται από πολλές διεθνείς ορχήστρες και μουσικά σύνολα όπως η Εσθονική Κρατική Συμφωνική Ορχήστρα, η Frankfurt Radio Symphony Orchestra, η City of Birmingham Symphony Orchestra, η Royal Flanders Philharmonic Orchestra, η BBC National Orchestra of Wales, η Dortmund Opera, η Stuttgart Radio Symphony Orchestra, η Detroit Symphony Orchestra, η Philharmonia Orchestra, η American Waterways Wind Symphony Orchestra, το Stockholm Saxophone Quartet, τα σύνολα The Hilliard Ensemble, Piano Circus, The Grieg Trio, Cologne Radio Choir, Rascher Saxophone Quartet, και πολλά άλλα.

Μεταξύ των πολυάριθμων βραβείων του Tüür είναι και το Καλλιτεχνικό Βραβείο της Δημοκρατίας της Εσθονίας (1991 και 1996) και το Βραβείο Τέχνης των Χωρών της Βαλτικής το 1998. Σήμερα είναι ελεύθερος επαγγελματίας-συνθέτης και μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στο Ταλίν και την ιδιαίτερη πατρίδα του.

Η Anu Tali (γεν. 1972) αποφοίτησε από το Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο του Ταλίν το 1991. Συνέχισε τις σπουδές της στη Μουσική Ακαδημία της Εσθονίας, της Αγίας Πετρούπολης, το Ωδείο Sibelius της Ακαδημίας του Ελσίνκι. Με την αδελφή της Kadri Tali, ίδρυσε την σκανδιναβική Nordic Symphony Orchestra το 1997. Αρχικά ένα Εσθο-φινλανδικό εγχείρημα, η ορχήστρα έφτασε να συγκεντρώσει μουσικούς από δεκαπέντε χώρες.
Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το

Roscoe Mitchell and the Note Factory
Far Side



Roscoe Mitchell saxophones, flutes
Corey Wilkes trumpet, flugelhorn
Craig Taborn piano
Vijay Iyer piano
Jaribu Shahid double-bass
Harrison Bankhead double-bass, cello
Tani Tabbal drums
Vincent Davis drums


Μια ζωντανή ηχογράφηση από τον Roscoe Mitchell και το εξαιρετικό γκρουπ του the Note Factory, το Far Side παρουσιάζει μια περιπετειώδη μουσική από μια παράσταση στο Burghausen Jazz Festival στη νότια Γερμανία το 2007. Το γκρουπ προσφέρει μια ασυμβίβαστη διερεύνηση των επιπέδων του ήχου μέσω των συνθέσεων του Roscoe Mitchell, καθώς η συνεχώς μεταβαλλόμενη μουσική αποδεσμεύει εκρηκτική ενέργεια μέσα από την ευρύτητα των δομών της.

Το Far Side είναι η δεύτερη ηχογράφηση του γκρουπ στην ECM. Ο Roscoe περίγραψε την πρώτη ηχογράφηση του 1999, το Nine To Get Ready, ως την πραγματοποίηση ενός ονείρου που είχε για πολλά χρόνια να συνδυάσει ένα σύνολο αυτοσχεδιαστών με τα χρώματα μιας ορχήστρας. Το όνειρο είναι πια μια στιβαρή πραγματικότητα καθώς ο Mitchell, όχι απλά συνεχίζει να κάνει με τη μουσική του τα όρια ανάμεσα στη σύνθεση και τον αυτοσχεδιασμό δυσδιάκριτα αλλά και να εμπνέει μια ολόκληρη γενιά νέων μουσικών. Το Far side παρουσιάζει ένα ιδιαίτερα χαρισματικό επιτελείο νέων μουσικών, υπέρμαχων αυτής της αισθητικής κατεύθυνσης: Ο τρομπετίστας Corey Wilkes, και οι πιανίστες Craig Taborn και Vijay Iyer παρότι διευθύνουν τα δικά τους γκρουπ θέτουν ως προτεραιότητά τους να παίζουν με τον Roscoe Mitchell.

Ο Craig Taborn εξηγεί τους λόγους που δουλεύει με τον Roscoe Mitchell, στη συνέντευξή του με τον Nate Chinen: «Το είδος των πραγμάτων που ο Roscoe επεξεργάζεται έχουν να κάνουν με την ανάπτυξη ιδεών μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο, για να τις κάνει, όσο πιο τρισδιάστατες είναι δυνατό. Φορτίζει τη μουσική με τόση δράση από τόσα διαφορετικά ρεύματα δημιουργώντας μια πραγματικά πολυεπίπεδη δομή. Του αρέσει πολύ το βάθος. Το νόημα προέρχεται από την πολλαπλότητα των ιδεών. Αλλά βγαίνοντας από αυτό, οι δυνατότητες του ήχου αλλάζουν, επειδή είσαι αναγκασμένος να εξελίξεις τον ήχο σου, τις ιδέες σου σε αυτό το πλαίσιο. Αυτή η διαδικασία σε ωθεί να ακούσεις τα πάντα με μεγαλύτερη καθαρότητα. Μπορείς πράγματι να γίνεις μέτοχος αυτού του ακούσματος στο σύνολό του. Αντί να επικεντρωθείς σε μια ιδέα ή σε μια γραμμή αυτοσχεδιασμού, μπορείς να εστιάσεις σε έναν ενιαίο χώρο, στον οποίο όλα αυτά τα πράγματα συμβαίνουν. Παίζοντας με τον Roscoe, μπορώ πια να ακούω αυτό τον χώρο με έναν διαφορετικό τρόπο».

Γεννημένος στο Σικάγο το 1940, Roscoe Mitchell είναι ένας από τους καινοτόμους της δημιουργικής μουσική της μετα-Coltrane και μετα-Ayler εποχής, και ένας από τους εξέχοντες συνθέτες-μουσικούς που έχουν προκύψει από τις τάξεις του AACM (Association for the Advancement of Creative Musicians). Ίδρυσε το Art Ensemble of Chicago (αρχικά υπό τον τίτλο Roscoe Mitchell Art Ensemble), του οποίου η ECM κληρονόμησε εξαιρετικά άλμπουμ που είναι το Nice Guys, το Full Force, το Urban Bushmen και το Tribute To Lester. Λίγο αργότερα ο Mitchell υπήρξε συν-επικεφαλής του Τrasantlatic Art Ensemble μαζί με τoν σαξοφωνίστα Evan Parker. Με αυτή τη σύνθεση, ο Roscoe εξέδωσε το άλμπουμ Composition/Improvisation Nos 1, 2 & 3 με το οποίο απέσπασε τη διάκριση του Άλμπουμ της Χρονιάς του Γαλλικού περιοδικού Jazzman, ανάμεσα σε πολλές διακρίσεις που έχει λάβει. Εκτός από τις περιοδείες και τις συναυλίες ο Roscoe Mitchell κατέχει σήμερα τη θέση του Διακεκριμένου Καθηγητής Μουσικής Milhaud στο Mills College της Καλιφόρνιας. Το Far Side κυκλοφορεί λίγο μετά τη συμπλήρωση των 70 του χρόνων.

Ο Craig Taborn που επίσης παίζει στο νέο άλμπουμ του Michael Formanek The Rub & Spare Change, έχει μόλις ηχογραφήσει ένα σόλο πιάνο άλμπουμ που πρόκειται να κυκλοφορήσει από την ECM το 2011. Το 2005 έπαιξε στο άλμπουμ Prezens του David Torn και με τον Roscoe παίζει στο Nine To Get Ready –καθώς και σε δύο ακόμα ηχογραφήσεις του Transatlantic Art Ensemble. Ακριβώς το ίδιο, έχει συμβεί και με τον μπασίστα Jaribu Shahid και τον ντράμερ Tani Tabbal, οι οποίοι συντροφεύουν τον Mitchell για περισσότερα από 30 χρόνια.

Ο δυναμικός νεαρός τρομπετίστας Corey Wilkes έχει επίσης ηχογραφήσει για την ECM με το Transatlantic Art Ensemble και αντικατέστησε την κενή θέση που άφησε ο Lester Bowie στο Art Ensemble of Chicago το 2003. Χαίρει ευρύτατης αποδοχής και θεωρείται σημαντικός παράγοντας για την εξέλιξη της jazz, της funk και των μεταξύ τους ιδιωμάτων.

Ο Vijay Iyer, ο Harrison Bankhead και ο Vincent Davis, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην ECM με αυτή την ηχογράφηση. Ο Iyer, ένας βέρος αυτοσχεδιαστής, πρόσφατα ανακηρύχθηκε ως Μουσικός της Χρονιάς από την Ένωση δημοσιογράφων της Τζαζ. Ο μπασίστας-τσελίστας Harrison Bankhead και ο ντράμερ Vincent Davis έχουν περιοδεύσει μαζί με το Roscoe Mitchell Trio. Ο Bankhead, περισσότερο γνωστός από τη συνεργασία του με τον αείμνηστο Fred Anderson, έχει επίσης παίξει με τον Oliver Lake και τον Joshua Redman, καθώς και με τα γκρουπ 8 Bold Souls, Frequency και the Indigo Trio. Ο Vincent Davis έχει υπάρξει μέλος του τρίο του Malachi Favors Maghostut, και έχει συμμετάσχει σε γκρουπ των Craig Taborn και Billy Brimfield.
Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το



Nik Bärtsch´s Ronin
Llyrìa

Nik Bärtsch πιάνο
Sha άλτο σαξόφωνο, μπάσο κλαρινέτο
Björn Meyer μπάσο
Kaspar Rast ντραμς
Andi Pupato κρουστά

Το Llyrìa, το τρίτο ECM άλμπουμ από το γκρουπ Ronin του Nik Bärtsch, χαράσσει νέες κατευθύνσεις από αυτές του Stoa (2005) και του Holon (2008). Όταν εκδόθηκε, το Holon ο συνθέτης-πιανίστας Nik Bärtsch έδωσε μια πολύ ωραία εικόνα θέλοντας να περιγράψει τις ζυμώσεις που συμβαίνουν στο γκρουπ του: τις παρομοίασε, ως ένα κοπάδι ψαριών που κινείται προς έναν κοραλλιογενή ύφαλο με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο τίτλος του νέου άλμπουμ σχετίζεται και πάλι με τον θαλάσσιο κόσμο. Το llyrìa είναι ένα φωσφορίζον πλάσμα του βυθού που ανακαλύφθηκε πρόσφατα από τους επιστήμονες, ένα πλάσμα τόσο παράδοξο που οι βιολόγοι δεν έχουν καταλήξει ακόμα στην κατάταξή του. Αλλά βαθιά μέσα στην άβυσσο, όπου η πίεση είναι τεράστια, το πλάσμα αυτό επιπλέει έξυπνα, με μια ποιητική χάρη. Ο Bärtsch απολαμβάνει την εικόνα αυτού του παράξενου όντος που αν και πλανητικός μας συγκάτοικος ξέρουμε τόσο λίγα γι’ αυτό. Έτσι παράξενα, εξελίσσονται και οι συνθέσεις. Ο Nik Bärtsch ρίχνει κι αυτός τα δίχτυα του στα βαθιά νερά, βρίσκοντας φόρμες που αρνούνται τις συμβάσεις ή και φόρμες που μεταλλάσσονται αργά.

Η νέα μουσική του γκρουπ Ronin αποπνέει μία αίσθηση ελευθερίας: τα επίμονα τελετουργικά ρυθμικά σχήματα είναι τώρα πιο χαλαρά. Η λέξη Llyrìa φαίνεται επίσης να παραπέμπει ηχητικά και όχι μόνο στον λυρισμό καθότι όλες σχεδόν οι συνθέσεις βρίθουν από νέες μελωδικές δυνατότητες. Υπάρχει περισσότερος χώρος τώρα και οι συνθέσεις του Nik Bartsch κινούνται και αναπνέουν. Στα πρώτα λεπτά της ηχογράφησης του Modul 48 αλλά και αλλού, ο σαξοφωνίστας-κλαρινετίστας Sha ακούγεται πόσο δημιουργικά αξιοποιεί αυτό τον χώρο.

Αν και οι ρυθμικοί πειραματισμοί συνεχίζονται, είναι αναμφισβήτητα πιο ήπιοι. Ο Bärtsch σχολιάζει: «Η αισθητική του ήχου μας, προσπαθεί να μη χρησιμοποιεί προφανή μουσικά θέματα σε μια αναμενόμενη θέση αλλά να αντλεί την ενέργεια που παράγεται από τις ρυθμικές ισορροπίες και τα μουσικά θέματα, ικανή να δημιουργήσει ένα σαγηνευτικό άκουσμα. Αυτή τη φορά το ενδιαφέρον μας εστιάζει όχι τόσο στα παλλόμενα ηχητικά πρότυπα αλλά στο πώς εξελίσσεται η μελωδία καθώς τα μικρά θέματα μεταδίδουν τη δική τους υπερβατική ενέργεια».

Οι τρόποι διαφέρουν ανάμεσα στις συνθέσεις. Το Modul 48 για παράδειγμα προσεγγίζει περισσότερο τη φόρμα του τραγουδιού, το Modul 52 εξελίσσεται με πολλούς ρυθμούς και «προχωρά χωρίς να κοιτά πίσω. Είναι ίσως, όπως ο διαλογισμός και η άθληση:ανεβάζουν την ενέργεια σε ένα άλλο επίπεδο», προσθέτει ο Bärtsch. Το Modul 53 - ο συνθέτης το περιγράφει ως ένα Ζεν κενό- που δεν έχει τίποτα παραπάνω από τα γυμνά πλήκτρα του πιάνου με διακριτική την παρουσία ενός κρουστού, δείχνει να είναι η πιο φιλόδοξη σύνθεση του άλμπουμ. Tο Modul 55 χαρακτηρίζεται από έναν καταιγισμό θεμάτων ενώ το Modul 49_44 που κλείνει το άλμπουμ, μοιάζει να είναι η συνέχεια του Modul 44, εκεί που σταμάτησε το Holon. «Προσπάθησα να δώσω περισσότερες μελωδικές γραμμές, περισσότερες φωνές, περισσότερη πολυφωνία, ενώ συγχρόνως ήθελα να κρατήσω τη δομή της μουσικής διάφανη και σαφή».

Στο σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση, o Bärtsch αναφέρει: «Ως συνθέτης του γκρουπ, έχω επεξεργαστεί μια πλήρη σκιαγράφηση των συνθέσεων μέσω της γραφής, αλλά στην απόδοσή τους είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τι προέρχερται από τη σύνθεση, τι από την ερμηνεία ή τον αυτοσχεδιασμό. Το γκρουπ οφείλει να ανακαλύπτει τη σωστή ένταση και τη κατάλληλη δραματουργική δομή για ένα κομμάτι, μέσα από την έμπνευση της στιγμής. Το γκρουπ, ως ζωντανός οργανισμός υπερβαίνει έτσι όχι μόνο τη σύνθεση, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό».

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της νέας ηχογράφησης είναι η βεβαιότητα με την οποία το γκρουπ Ronin αποστασιοποιείται από τις επιρροές του. Ο μινιμαλισμός δεν είναι πια παρά μια μακρινή αναφορά, ενώ οι πτυχές της φανκ υιοθετούνται ή καταρρίπτονται εκεί που η ροή των πραγμάτων το υπαγορεύει. «Δεν υπάρχει πια λόγος να μιλάμε για τον Steve Reich ή τον James Brown», λέει ο Bärtsch. «Η ακρόασή τους ήταν αναγκαία για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη δική μας φρασεολογία και να την εξελίξουμε».

Όσον αφορά στην επιμέρους φρασεολογία, το χορευτικό ηλεκτρικό μπάσο του Björn Meyer είναι το σήμα κατατεθέν του γκρουπ. Ο Bärtsch ξεχωρίζει επίσης τη συμβολή του Kaspar Rast σ’ αυτή την ηχογράφηση σχολιάζοντας, πως η προσήλωσή του στη λεπτομέρεια της διαμόρφωσης του ρυθμού έκανε το Llyrìa να είναι πιο επικεντρωμένο στα ντραμς, απ’ ότι τα προηγούμενα άλμπουμ. Ο Rast και ο Bärtsch κινούνται στο ίδιο μουσικό μήκος κύματος εδώ και πολλά χρόνια: «Έχουμε αναπτύξει μια ιδιαίτερη επικοινωνία για περισσότερο από 25 χρόνια. Αυτή η κοινή γλώσσα, είναι πλέον ο τρόπος που επικοινωνούμε με τα πράγματα».

Η ευελιξία και η εξέλιξη του γκρουπ δεν είναι τυχαία. Είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και δέσμευσης. Το ελβετικό γκρουπ περιοδεύει σχεδόν από τότε που παρουσίασε την πρώτη του δουλειά στην ECM, το Stoa, έχει όμως διατηρήσει μια εμφάνιση κάθε Δευτέρα σε ένα κλαμπ στη Ζυρίχη. Αυτό το φθινόπωρο το Ronin κλείνει 300 εμφανίσεις στο club Exil και στις 4 Οκτωβρίου, έγινε εκεί η συναυλία παρουσίασης του Llyrìa. H περιοδεία του γκρουπ θα συνεχιστεί με συναυλίες στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ιαπωνία, που έπονται από μια σειρά συναυλιών στις Κάτω Χώρες στις αρχές του 2011.

*
Το Llyrìa ηχογραφήθηκε στη Νότια Γαλλία τον Μάρτιο του 2010, με παραγωγό τον Manfred Eicher. Το άλμπουμ εκδόθηκε σε cd και σε βινύλιο 180 γραμμαρίων.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγόράστε το


Charles Lloyd Quartet
Mirror

Charles Lloyd άλτο και τενόρο σαξόφωνο, φωνή
Jason Moran πιάνο
Reuben Rogers ακουστικό μπάσο
Eric Harland ντραμς

O Charles Lloyd είχε ανέκαθεν το ταλέντο να διαλέγει
εξαιρετικούς συνεργάτες και να συνθέτει εκπληκτικά γκρουπ. Αυτό είναι ένα από από τα καλύτερα. Μετά από τη ζωντανή ηχογράφηση του Rabo de Nube, το οποίο απέσπασε βραβεία από κριτικούς και κοινό στις δημοσκοπήσεις του Jazz Times, εδώ, έχουμε ένα νέο άλμπουμ από το κουαρτέτο με τον Jason Moran,τον Reuben Rogers και τον Eric Harland.

Η ηχογράφηση έγινε αυτή τη φορά στο στούντιο, στην Καλιφόρνια τον Δεκέμβριο του 2009. Το νέο άλμπουμ κινείται στην ίδια ατμόσφαιρα με τον προηγούμενο. Περιλαμβάνει νέες εκδοχές του Desolation Sound, του Go Down Moses, του Lift Every Voice και του The Water is Wide. Υπάρχουν επίσης θαυμάσιες διασκευές των Ruby, My Dear και του Monks Mood του Thelonious Monk και μια εξαιρετική ελεύθερη απόδοση του Caroline No των Beach Boys.
Τo πιάνο, το μπάσο και οι ντραμς συνομιλούν με εξαιρετική ευγλωττία ακούγοντας το ένα το άλλο, ενώ το σαξόφωνο του Lloyd κυλά ποιητικά ανάμεσά τους.
Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ


Arvo Pärt
Symphony No. 4



Fragments from Kanon Pokajanen

Los Angeles Philharmonic
Esa-Pekka Salonen μουσική διεύθυνση
Estonian Philharmonic Chamber Choir, διεύθυνση Tõnu Kaljuste

H Τέταρτη Συμφωνία του Arvo Pärt, με τον υπότιτλο Λος Άντζελες,
γράφτηκε το 2008 και έκανε πρεμιέρα τον Ιανουάριο του επόμενου έτους, με τον Esa-Pekka Salonen να διευθύνει την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λος Άντζελες. Η πρώτη αυτή απόδοση της Συμφωνίας αποτυπώνεται στην παρούσα έκδοση. Είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται συμφωνική μουσική του Pärt στην ECM New Series, την εταιρεία που συνεργάζεται με τον Εσθονό συνθέτη από το 1984 μια χρονιά που σηματοδοτήθηκε από την πρώτη έκδοση έργου του, το Tabula Rasa.

Η συμφωνία είναι εξαιρετικά όμορφη, έγραψε ο Mark Swed της Los Angeles Times σχολιάζοντας τις εντυπώσεις του από την πρεμιέρα της Συμφωνίας, τον Ιανουάριο του 2009. Η επιστροφή του Pärt στη συμφωνική δομή (με ένα έργο που γράφτηκε για ορχήστρα εγχόρδων, άρπα, τύμπανα και κρουστά) δημιούργησε μεγάλη αίσθηση στον τύπο και στο κοινό, καθώς έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από το προηγούμενο συμφωνικό έργο του συνθέτη, την 3η Συμφωνία. Μπορεί να παρακολουθήσει κανείς πολλές ανατροπές στο έργο του Pärt το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο συμφωνίες. Το πνεύμα του Tabula Rasa ωστόσο, άφησε το πεδίο ελεύθερο για να μπορεί να θέσει μια νέα αρχή στο συμφωνικό του έργο. Η νέα συμφωνία, με πολύ περιορισμένο το γνωστό tintinnabulation στυλ του συνθέτη, εστιάζει σε μια μεγαλύτερη φόρμα.

Η ιδέα της Συμφωνίας άρχισε να παίρνει μορφή στο μυαλό Pärt σε μια περίοδο όπου μελετούσε κείμενα σχετικά με τους φύλακες αγγέλους. Τότε ήταν που έλαβε την ανάθεση του έργου από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λος Άντζελες, μια πόλη που το όνομά της αναφέρεται στους αγγέλους. Η απόφασή να συνθέσει τον Κανόνα του Φύλακα Άγγελου ήρθε φυσικά όσο και αυτονόητα.
Η Τέταρτη Συμφωνία, ή Συμφωνία των Αγγέλων λοιπόν, είναι κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά μια «μουσική συνθήκη», η οποία βασίζεται σε ένα κείμενο που καθορίζει όλο το έργο, από τον προσδιορισμό της δομής του ως την τελευταία του λεπτομέρεια. Ο Paul Griffiths σημειώνει: «Αυτή η μουσική είναι εμποτισμένη από το άσμα: στην τροπικότητα της, στη διατύπωσή της, στην επανάληψή και τις εναλλαγές της, στον τρόπο με τον οποίο η μια φωνή απαντά στην άλλη- που παραπέμπει περισσότερο στη δυτική εκκλησιαστική παράδοση παρά στην ανατολική- στη χρήση των κρουστών ως τελετουργική σήμανση. Η ορχήστρα υπάρχει για να υπηρετήσει μια λιτανεία, καθώς τα έγχορδα ηχούν σα μουρμουρητό αγγέλων».

Για τη δημιουργία του Κανόνα που είναι και η αφετηρία της Συμφωνίας, ο Pärt για άλλη μια φορά αξιοποίησε το πνεύμα της ποίησης της σλαβικής εκκλησία που διατρέχει τον μουσικό ιστό, όπως είχε κάνει το 1995-6 στο χορωδιακό του έργο Kanon Pokajanen.

«Κατά τη γνώμη μου, τα αυτά έργα ανήκουν στον ίδιο μουσικό κόσμο και αποτελούν μια υφολογική ενότητα», εξηγεί ο συνθέτης.«Ήθελα να δώσω στις λέξεις την ευκαιρία να επιλέξουν το δικό τους ήχο. Το αποτέλεσμα, το οποίο με εξέπληξε κι εμένα τον ίδιο, ήταν ένα έργο που εξ ολοκλήρου διαπνέεται από αυτή την ειδική-μοναδική ποιότητα που αναγνωρίζει κανείς στα σλάβικα ιερά κείμενα. Ήταν συγχρόνως μια σαφής απόδειξη του πώς η επιλογή της γλώσσας προκαθορίζει το χαρακτήρα ενός έργου».

Ήταν λοιπόν φυσικό, η 4η Συμφωνία να συμπληρώνεται με μια ανασύνθεση αποσπασμάτων από το Kanon Pokajanen. Και παρά το γεγονός ότι είναι αποσπάσματα ή θραύσματα, όπως προτιμά να τα αποκαλεί ο συνθέτης, μας δίνουν μια ισχυρή αίσθηση του συνόλου.

Η ηχογράφηση της 4ης Συμφωνίας συμπίπτει με τον γιορτασμό των 75 χρόνων του Arvo Pärt, μια περίοδος όπου πολλές εκδηλώσεις και αφιερώματα οργανώνονται προς τιμήν του. Ο Esa Pekka Salonen διεύθυνε την 4η Συμφωνία στο Royal Albert Hall του Λονδίνου στις 20 Αυγούστου στη σειρά Proms.

Η Συμφωνία επίσης παίχθηκε στο Φεστιβάλ Pärt, στην Ουαλία στις 9 Σεπτεμβρίου, στο Λουξεμβούργο στις 4 Οκτωβρίου, ενώ είναι προγραμματισμένο να παιχτεί στη Βαϊμάρη στις 10&11 Νοεμβρίου και στο Théâtre du Châtelet του Παρισιού, στις 10 Νοεμβρίου.

Παράλληλα με την κυκλοφορία της 4ης Συμφωνίας επανεκδίδεται το Tabula Rasa σε μια ειδική έκδοση σε συνεργασία με την Universal Edition, η οποία περιλαμβάνει χειρόγραφα παρτιτούρες και σπουδές με βάση τα οποία ηχογραφήθηκε η ιστορική ηχογράφηση του 1984. Η έκδοση συμπληρώνεται από διάφορα κείμενα για το έργο του Pärt και ένα εισαγωγικό σημείωμα του Paul Griffiths.
Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το



Officium Novum
Jan Garbarek & The Hilliard Ensemble
Jan Garbarek soprano and tenor saxophones
The Hilliard Ensemble
David James countertenor
Rogers Covey-Crump tenor
Steven Harrold tenor
Gordon Jones baritone

Η εμπνευσμένη συνεργασία του Jan Garbarek με το Hilliard Ensemble συνεχίζεται δίνοντάς μας εξαίρετη μουσική από το 1993. Tο Officium, (ECM NewSeries 1525), κατακτώντας την καρδιά ενός μεγάλου κοινού σε παγκόσμιο επίπεδο, απέδειξε το μουσικό βάθος και τη συναισθηματική δύναμη αυτού του συνδυασμού με το σαξόφωνο του Garbarek να είναι η πέμπτη φωνή του συνόλου. Ο δίσκος Mnemosyne (1998) πήγε ακόμα πιο μακριά, αγκαλιάζοντας εξαιρετικά δείγματα σύγχρονης μουσικής αλλά και μουσικής που χάνεται στο βάθος του χρόνου.


Η τρίτη συνεργασία Garbarek/Hilliard, το Officium Novum, ηχογραφήθηκε όπως και οι προηγούμενες, στο αυστριακό μοναστήρι του St. Gerold με παραγωγό τον Manfred Eicher.Το επίκεντρο αυτή τη φορά είναι η μουσική παράδοση της Αρμενίας που βασίζεται στις μεταγραφές του Komitas Vardapet, συνθέσεις που προέρχονται από την πλούσια μουσική θρησκευτική παράδοση της περιοχής του Καυκάσου. Το Hilliard Ensemble μελέτησε αυτό το υλικό κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του στην Aρμενία. Η φυσιογνωμία της μουσικής ενέπνευσε τον Garbarek σε μια από τις πιο φλογερές του ερμηνείες. To Officium Novum παρουσιάζει έργα από πολλές πηγές. Είναι ένα ταξίδι στο χώρο και τον χρόνο: Από το Βυζάντιο στη Ρωσία, από τη Γαλλία στο Εριβάν, την Ισπανία και τους ιθαγενείς της Αμερικής. Όλες αυτές οι τόσο διαφορετικές συνθέσεις ενώνονται με τη χρυσή κλωστή της δραματουργίας του δίσκου που δημιουργεί την αίσθηση ενός ενιαίου συνθετικού υπόβαθρου.


Ολόκληρο το άλμπουμ διατρέχεται από τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη Λίγο ακόμα θα ιδούμε (Μυθιστόρημα, 1935) σε πέντε γλώσσες, μια καθόλου τυχαία επιλογή του Manfred Eicher που αναδεικνύει τη φιλοσοφία του δίσκου. Το βιβλιαράκι που συνοδεύει το cd ανοίγει με τους στίχους στα ελληνικά, ενώ ο δίσκος κλείνει με την μοναδική φωνή του Bruno Ganz να ερμηνεύει το εξάστιχο στα Γερμανικά.


Το Hays hark nviranats ukhti και το Surb, surb αποτελούν μέρη του τυπικού της Θείας Λειτουργίας την οποία ο Komitas Vardapet (1869-1935) μετέγραψε σε διαφορετικές φόρμες και για διαφορετικές χρήσεις. Η παρούσα εκδοχή προέρχεται από μια μεταγραφή που έγινε για ανδρικές φωνές στην Κωνσταντινούπολη το 1914-1915. Το Hays hark nviranats ukhti είναι ένας ύμνος που παραδοσιακά άδεται κατά την έναρξη της λειτουργίας, καθώς ο ιερέας σκορπά το θυμίαμα. Το Surb, surb (Άγιος, Άγιος) αντιστοιχεί στο Sanctus στη Λατινική Θεία Λειτουργία.
Το Ov zarmanali είναι ένας ύμνος της Βάπτισης του Χριστού (την Κυριακή μετά τα Θεοφάνια), που άδεται κατά την τελετή της ευλογίας των υδάτων, και το Sirt sasani im είναι ο ύμνος που αναφέρεται στην τελετή του Ιερού Νιπτήρα την Μεγάλη Πέμπτη. Αυτές οι συνθέσεις χρονολογούνται την περίοδο του 1910-15, οι ρίζες τους όμως κρατούν από την αρχαιότητα. Ο εθνομουσικολόγος, καθώς και συνθέτης-φιλόσοφος Komitas δεν απέδειξε μόνο πως η θρησκευτική μουσική κατάγεται από την παράδοση. Προχωρώντας ένα βήμα ακόμα, δημιούργησε λόγια μουσική της εποχής του χρησιμοποιώντας τους τρόπους της παράδοσης.
Το ρεπερτόριο του Officium Novum διαπερνά τους αιώνες, από τη μεσαιωνική μουσική ως τη σύγχρονη καθώς συνενώνεται από τον ώριμο ήχο του φωνητικού κουαρτέτου και του σαξοφώνου. O Garbarek συμβάλλει με δύο συνθέσεις στον δίσκο: η πρώτη είναι το Allting finnsDen Döde (Ο νεκρός), του Σουηδού ποιητή Pär Lagerkvist (1891-1974) και η δεύτερη είναι το We are the stars βασισμένο σε ένα ποίημα της ινδιάνικης φυλής Pasamaquoddy. (Την πρώτη εκδοχή της την είχαμε ακούσει στο Rites ECM 1685). βασισμένο στο ποίημα
Το Litany,-μια 13λεπτη σύνθεση σε τρία μέρη- συνδυάζει πολλές θρησκευτικές και μουσικές αναφορές. Το πρώτο μέρος είναι μια σύνθεση του Nikolai N. Kedrov, μαθητή του Rimsky Korsakov, ιδρυτή του Κουαρτέτου Kedrov, (ενός φωνητικού κουαρτέτου που περιόδευσε υπό τη διεύθυνση του Sergei Diaghilev) συνθέτης και διασκευαστής πολλών θρησκευτικών ασμάτων που ακόμα και σήμερα επιλέγονται από πολλές ορθόδοξες χορωδίες. Το δεύτερο μέρος, το Otche Nash, είναι ένα απόσπασμα από τη λειτουργία της παράδοσης των Lipovan.
To Most Holy Mother of God του Arvo Pärt, είναι μια σύνθεση που γράφτηκε για το Hilliard Ensemble το 2003, εδώ ακούγεται σε μια a capella εκδοχή. Η μουσική του Pärt υπήρξε καταλυτική για το φωνητικό κουαρτέτο, καθώς μπορεί να διακρίνει κανείς τις επιδράσεις της στην αυστηρότητα της γραφής που σφραγίζει τον καλλιτέχνη.


Το βυζαντινό Svete tihij (χαρμόσυνο φως), που χρονολογείται τον 3ο αιώνα μ.Χ. είναι ένας από τους αρχαιότερους χριστιανικούς ύμνους που άδεται με το πρώτο φως της μέρας και με το τελευταίο. Το ισπανικό Morillas Tres από τα χειρόγραφα Cancionero de Palacio του 16ου αιώνα ακτινοβολεί ένα διαφορετικό φως καθώς ο χορευτικός ρυθμός του αφηγείται την ιστορία μιας χαμένης αγάπης.


Το Alleluia Nativitas του Perotin, είχε ηχογραφηθεί και στον δίσκο Mnemosyne. Η ελεύθερη ερμηνεία που ακούγεται εδώ αποδεικνύει την ωρίμανση του σχήματος όλα αυτά τα χρόνια.
Όσο για το σαξόφωνο, από την πλευρά του αυτοσχεδιασμού παραμένει η σταθερή αξία μέσα από την οποία μπορεί να βιώσει κανείς τη δημιουργικότητα του Jan Garbarek. Ο Garbarek εξακολουθεί να προσεγγίζει αυτή τη μουσική με ένα πνεύμα ελευθερίας, αυτοσχεδιάζοντας με τους σολίστες, δημιουργώντας συνεχώς αντίστιξη, συνυπάρχοντας μέσα και έξω από το φωνητικό περιβάλλοντα χώρο συμβάλλοντας στη δημιουργία αυτού που η εφημερίδα Evening Standard αποκάλεσε μια από τις πιο όμορφες ακουστικές μουσικές που έγιναν ποτέ.
Το επιμύθιο της ηχογράφησης δεν είναι άλλο από τη φωνή του Bruno Ganz που αποδίδει Σεφέρη, μια καθόλου τυχαία αναφορά στην εποχή μας, στις ανάγκες μας, στις ελπίδες μας αλλά και στο ελληνικό πνεύμα…


Το Officium Novum είναι καρπός της συνεργασίας ενός ζωντανού σχήματος που επί 17 χρόνια υπάρχει και δημιουργεί. Αντίστροφα από ότι είθισται στην εποχή μας, όπου οι συνεργασίες είναι είτε βραχύβιες είτε αποκλειστικά εστιασμένες στο κέρδος, η συνεργασία των Jan Garbarek – Ηilliard Ensemble αναδεικνύει τη δύναμη του καλλιτεχνικού αιτήματος.


Ένα από τα συστατικά της μαγείας του Officium Novum είναι και ο χώρος που ηχογραφήθηκε (το μοναστήρι του St. Gerold). Oι μουσικοί αποφάσισαν να οργανώσουν την πρώτη περιοδεία του νέου τους δίσκου σε αντιστοίχους χώρους. Μια μεγάλη περιοδεία σε μοναστήρια εκκλησίες και ιερούς χώρους σε όλη την Ευρώπη είναι ήδη σε εξέλιξη.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ
Αγοράστε το

Gidon Kremer & Kremerata Baltica
Hymns and Prayers
Gidon Kremer βιολί
The Kremerata Baltica
Roman Kofman μουσική διεύθυνση
Khatia Buniatishvili πιάνο
Andrei Pushkarev βιμπράφωνο
Marija Nemanytė βιολί
Maxim Rysanov βιόλα
Giedrė Dirvanauskaitė τσέλο
Sofia Altunashvili προετοιμασμένη φωνή

O Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας Stevan Kovacs Tickmayer από τη σερβική επαρχία της Βοϊβοντίνα έχει γράψει οκτώ ύμνους προς τιμήν του σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, ενός καλλιτέχνη που το όραμά του φώτισε τον τραγικό κόσμο του προηγούμενου αιώνα. Ο Γεωργιανός συνθέτης Giya Kancheli έχει γράψει μια σιωπηλή προσευχή για δύο αγαπημένους φίλους: τον βιολοντσελίστα και μαέστρο Mstislav Rostropovich και τον βιολονίστα Gidon Kremer. Η στοχαστική ένταση των ύμνων και η ασκητική γαλήνη της προσευχής δημιουργούν ένα απόλυτο κοντράστ με το Κουιντέτο για πιάνο σε φα ελάσσονα του César Franck, που τόσο πολύ θυμίζει την Appassionata του Μπετόβεν. Αυτός ο συνδυασμός είναι κάτι περισσότερο από μια απλή αντίθεση. Αυτός ο συνδυασμός, δίκαια παραπέμεπει στις αισθητικές αρχές του Paul Klee που μιλούσε για την παραγόμενη αρμονία μέσω των έντονων αντιθέσεων.


To Hymns and Prayers από τον εξαίρετο βιολονίστα Gidon Kremer και την Kremerata γεφυρώνει ένα ευρύ φάσμα μουσικής, που παρουσιάζονται με εξαιρετική ενάργεια και ενέργεια. Τα τρία έργα που παρουσιάζονται, ηχογραφήθηκαν το 2008 στο Φεστιβάλ Lockenhaus, μια διοργάνωση που η ECM συνέβαλλε στην καταξίωσή της ως θεσμό, εδώ και 25 χρόνια, όταν ο Kremer και ο παραγωγός Manfred Eicher παρουσίασαν την έκδοση Lockenhaus για την ECM New Series.


Ένταση και συγκέντρωση, είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν εδώ, καθένα με τη δική του ποιότητα και αναλογία. Το κέντρο αυτής της ηχογράφησης είναι το Κουιντέτο για πιάνο του César Franck, ένα έργο το οποίο κατατάσσεται μαζί με το Κουιντέτο του Brahms ως ένα από τα εκπληκτικότερα - και τεχνικά αρτιότερα - έργα του τέλους του 19ου αιώνα. Είναι ένα έργο για το οποίο ο Gidon Kremer τρέφει ιδιαίτερη αγάπη: ήταν ένα από τα πρώτα κομμάτια της μουσικής δωματίου του ρεπερτορίου του, τα οποία παρουσίασε στη Λετονία, σε ηλικία 16 ετών.


Ο Gidon Kremer και ο Giya Kancheli έχουν μια μακρόχρονη σχέση που έχει ήδη οδηγήσει σε αρκετές ηχογραφήσεις για την ECM, μεταξύ των οποίων Lament: Music of Mourning in Memory of Luigi Nono (1998) , το Time...and Again (1999) και το V& V (2000) στο άλμπουμ In l'istesso tempo.


Το Silent Prayer είναι μια σύνθεση που δημιουργήθηκε για να τιμήσει τα 80α γενέθλια του Mstislav Rostropovich και τα 60α γενέθλια του Gidon Kremer το 2007. Μετά το θάνατο του Rostropovich το ίδιο έτος, ο συνθέτης έδωσε τον τίτλο στο έργο Silent Prayer. Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε τον Οκτώβριο του 2007 στο Kronberg Cello Festival, αφιερωμένο στη μνήμη του μεγάλου βιρτουόζου, με ερμηνευτές τον Gidon Kremer και την Kremerata Baltica.


Η Kremerata Baltica θα ερμηνεύσει και πάλι το Silent Prayer στην περιοδεία τους στην Αμερική που είναι προγραμματισμένη για το φθινόπωρο. Το έργο έχει ξαναπαιχτεί στις ΗΠΑ και στο παρελθόν όπου οι κριτικές ήταν υμνητικές. Ο Jeremy Eichler της Boston Globe αναφέρει:… πρόκειται για μια στοχαστική μουσική που κινείται απίστευτα αργά, καταλαμβάνοντας τη σκηνή όπως η ομίχλη καθώς ο Κremer και οι συνεργάτες του φτάνοντας στα maxima της ερμηνείας είναι οι απόλυτοι οδηγοί σε αυτό το αιθέριο τοπίο…


Χρόνια υποστηριχτής των νέων φωνών, ο Kremer παρουσιάζει εδώ, τη μουσική του Stevan Tickmayer, που γεννήθηκε στην πρώην Γιουγκοσλαβία το 1963, σημερινός κάτοικος Γαλλίας. Μουσικός με διάφορα ενδιαφέροντα, ο Tickmayer έχει μελετήσει με τον Kurtág στα μέσα της δεκαετίας του '90. Έργα του έχουν παιχτεί από πολλά και διαφορετικά σχήματα από το Netherlands Wind Ensemble ως τους Moscow Soloists. Έχει επίσης συνεργαστεί με αυτοσχεδιαστές και καλλιτέχνες της avant-rock, ανάμεσά τους ο Chris Cutler, ο Fred Frith και ο Peter Kowald. Yπήρξε composer in residence στο Lockenhaus το 2003 και το 2009.
O Tickmayer ξεκίνησε το έργο του Eight Hymns, τον Δεκέμβριο του 1986, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του αγαπημένου του σκηνοθέτη Andrei Tarkovsky. Ερμήνευε το ανολοκλήρωτο έργο του για πολλά χρόνια σε σόλο πιάνο κονσέρτα. Ολοκλήρωσε το έργο το 2003 δουλεύοντας με την Kremerata, τους ιδανικούς όπως σημειώνει ερμηνευτές καθότι μπορούν να αποδώσουν ιδανικά το θρηνητικό στοιχείο που υπάρχει στην κουλτούρα της Ανατολικής Ευρώπης. Το έργο Eight Hymns είναι η πρώτη συνεργασία του Tickmayer με την ECM.
*
Η σχέση του Gidon Kremer με την ECM ξεκίνησε από την ηχογράφηση του Tabula Rasa του Arvo Pärt. Ακολούθησαν πολλές ζωντανές ηχογραφήσεις από το διάσημο Φεστιβάλ Lockenhaus. Η δεύτερη ηχογράφηση του Kremer ήταν οι σονάτες και παρτίτες για σόλο βιολί του Bach, που κυκλοφόρησε το 2005 στην ECM New Series, και που χαιρετήθηκε με ενθουσιασμό από τη διεθνή κριτική. Η Kremerata Baltica ηχογράφησε για πρώτη φορά στην ECM στο άλμπουμ του Kancheli In listesso tempo (2005). Λίγο αργότερα, τον ίδιο χρόνο έγινε η ηχογράφηση των κουαρτέτων του Schubert (String Quartet G Major) που έκαναν μεγάλη αίσθηση.


Η Kremerata Βaltica ιδρύθηκε το 1997 από τον Gidon Kremer. Η ορχήστρα έχει βραβευτεί με Grammy και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες ορχήστρες δωματίου της Ευρώπης και όχι μόνο. Αν και αρχικά ξεκίνησε ως μια ένα δώρο στον εαυτό του για να γιορτάσει τα 50ά γενέθλιά του το 1997, ο Gidon Kremer σύντομα συνειδητοποίησε τις δυνατότητες αυτού του συνόλου των νέων μουσικών από τα κράτη της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία) ως ένα μέσο ανταλλαγής καλλιτεχνικής εμπειρίας, και, ταυτόχρονα, ένας τρόπος να προωθήσει και να εμπνεύσει τη μουσική και τη πολιτιστική ζωή των χωρών της Βαλτικής.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ


Michael Formanek, w/ Tim Berne, Craig Taborn, Gerald Cleaver
The Rub And Spare Change
Michael Formanek ακουστικό μπάσο
Tim Berne άλτο σαξόφωνο
Craig Taborn πιάνο
Gerald Cleaver ντραμς

Τo The Rub and Spare Change είναι το εξαιρετικό ξεκίνημα της συνεργασίας του Michael Formanek με την ECM. Ο δημιουργικός αυτός μπασίστας είναι επίσης ένας εφευρετικός συνθέτης, επικεφαλής γκρουπ και ένας ικανότατος project manager καθώς με ιδιαίτερη ευκολία και ταλέντο προτείνει και πραγματοποιεί νέες συνεργασίες. Όταν δημιούργησε αυτό το κουαρτέτο για κάποιες εμφανίσεις στο The Stone (κλαμπ της Νέας Υόρκης) τον Αύγουστο του 2009, η ενέργεια των μουσικών και το πνεύμα των συναυλιών τον έπεισαν πως αυτό το κουαρτέτο έπρεπε οπωσδήποτε να ηχογραφηθεί. Πράγματι ηχογράφησαν τον Ιούνιο του 2009 στο Hampton του New Jersey, ενώ στη συνέχεια οι μίξεις έγιναν στο στούντιο Avatar της Nέας Υόρκης με τον Manfred Eicher.


Παρά το γεγονός ότι οι μουσικοί αυτοί δεν είχαν συνυπάρξει ποτέ στο παρελθόν είχαν όμως συνεργαστεί με τον Michael Formanek σε πολλές περιπτώσεις. Με τον αλτοίστα Tim Berne συνεργάζεται εδώ και δυο δεκαετίες. Αρχικά συνεργάστηκαν σε μια παραγωγή του μπασίστα και στη συνέχεια ήταν μαζί στο γκρουπ του Berne Bloodcount. Μέσα και έξω από τα γκρουπ τους οι δύο μουσικοί έχουν μια μακρά συνεργασία ως ντουέτο σε συναυλίες και ηχογραφήσεις. Ο Formanek έχει επιπλέον συνεργαστεί με τον πιανίστα Craig Taborn και τον ντράμερ Gerald Cleaver, οι οποίοι στη συνέχεια συνεργάστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ τους. Ο Cleaver έχει επίσης συνεργαστεί με τον Berne, and ο Taborn έχει υπάρξει μέλος ενός από τα γκρουπ του, το Hard Cell Group. (Ο Berne και ο Taborn υπήρξαν επίσης μέλη του γκρουπ του David Torn.)


Και παρότι οι προσωπικές ιστορίες και εμπειρίες των μουσικών είναι διαφορετικές, υπάρχει μια ομοφωνία μια κοινή αισθητική στον τρόπο που προσεγγίζεται η σύνθεση. Η γραφή του Formanek συνδυάζει διαύγεια, αντιθέσεις, κίνηση, σφριγηλούς ρυθμούς και γρήγορη εναλλαγή ιδεών. Ο Formanek αναφέρει: «Πέρα από τη σύμπνοια των μουσικών σίγουρα βοηθάει το γεγονός ότι έχουμε συνυπάρξει σε διαφορετικά σχήματα και χρονικά διαστήματα. Ξεκινάς έχοντας βαθιά συνείδηση των δυνατοτήτων του καθενός όσο και της ειδικής του ποιότητας, έτσι ώστε να ωριμάζει ο παράγοντας εμπιστοσύνη στο γκρουπ, που οφείλει να είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα. Γράφω μουσική παίρνοντας υπόψη τα δυνατά σημεία του κάθε μουσικού, εντάσσοντας υλικό που γνωρίζω πως θα ακούγεται υπέροχα προσπαθώ όμως να θέσω και νέες κατευθύνσεις στη μουσική μου. Ο Tim, o Graig και ο Gerald είναι μουσικοί που επιζητούν τις προκλήσεις και ανεξάρτητα από αυτό που θα φέρω εγώ στο τραπέζι, πάντα θέλουν να μετατρέπουν την κάθε ηχογράφηση σε εμπειρία ζωής »…

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ


Norma Winstone, Glauco Venier, Klaus Gesing
Stories Yet To Tell
Norma Winstone φωνή
Klaus Gesing μπάσο κλαρινέτο, σοπράνο σαξόφωνο
Glauco Venier πιάνο

To Stories Yet To Tell είναι το δεύτερο άλμπουμ στην ECM από το βρετανο-γερμανο-ιταλικό τρίο που κατέκτησε το βραβείο Grammy με το άλμπουμ Distances, μια ηχογράφηση που επίσης απέσπασε το βραβείο Top Jazz Vocal της Ακαδημίας Jazz της Γαλλίας και οδήγησε την Norma Winstone στο βραβείο της Skoda Jazz Ahead στη Γερμανίας, ένα βραβείο για τη συνολική της προσφορά στην ευρωπαϊκή τζαζ. Αν και ο παραλήπτης των βραβείων ήταν η ερμηνεύτρια, στην πραγματικότητα ανήκουν σε ένα τρίο με μια μοναδική ταυτότητα.


Η Norma Winstone, ο Glauco Venier και ο Klaus Gesing είναι τρεις τολμηροί μουσικοί που τους συνδέει μια βαθιά αίσθηση για το τραγούδι. Η απέριττη ενορχήστρωση - φωνή, πιάνο, μπάσο κλαρινέτο, σοπράνο σαξόφωνο - καθόλου δε φαίνεται να αποθαρρύνει τους μουσικούς να εξερευνήσουν νέες μουσικές κατευθύνσεις .
Jazz μπαλάντες, παλιές και νέες βρίσκουν τη θέση τους ανάμεσα σε ελεύθερες φολκ διασκευές αλλά και συνθέσεις περισσότερο δωματίου, που έχουν τις αναφορές τους στη κλασική μουσική και τη σύγχρονη σύνθεση. Υφές, χρώματα και ρυθμοί αναδύονται από πολύ διαφορετικές πηγές: από ένα τραγούδι των τροβαδούρων του 13ου αιώνα μέχρι ένα αρμένικο νανούρισμα.


Οι μουσικοί συνδιαλέγονται με ένα ευρύ φάσμα ρεπερτορίου παίζοντας από τραγούδια του Armando Manzanero από το Μεξικό μέχρι του Komitas από την Αρμενία, και του Wayne Shorter. Είναι βέβαια χαρακτηριστικός ο τρόπος που αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα στο υλικό που επεξεργάζονται. Ένα μεγάλο μέρος του υλικού είναι δικές τους συνθέσεις, ενώ οι περισσότεροι στίχοι είναι της Norma Winstone. H Norma, με τη διττή της ιδιότητα ως μουσικός και στιχουργός, έχει την ικανότητα να δημιουργεί στίχους που κυριολεκτικά αναβλύζουν από τον εκφραστικό πυρήνα της κάθε μουσικής που επιλέγει.


Αυτή η εξαιρετική επικοινωνία που αναγνωρίζει κανείς ακούγοντας αυτό το τρίο πιθανότητα βασίζεται στο γεγονός ότι και οι τρεις μουσικοί συμμετέχουν δημιουργικά με ισότιμο τρόπο. Ο Glauco Venier και o Klaus Gesing συνεργάζονται από τα μέσα της δεκαετίας του '90, και έπαιζαν ως ντουέτο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Κάπου στις αρχές της δεκαετίας, κάλεσαν την Norma Winstone να συνεργαστούν για μια σειρά συναυλιών στην Ιταλία. Πολύ σύντομα η ερμηνεύτρια διέκρινε την προοπτική που είχε αυτό το τρίο στο να δημιουργήσει μουσική με ένα δικό του χαρακτήρα. Παράλληλα, ηχογράφησαν τρεις εξαιρετικούς δίσκους, το Chamber Music (που κυκλοφόρησε από τη Universal το 2004) το Distances (ECM, 2008), και η παρούσα ηχογράφηση, με παραγωγό τον Manfred Eicher στην Udine, το 2009.

Όπως και με τους πρoηγούμενους δίσκους και στο Stories Yet To Tell αναδεικνύονται τόσο o Venier όσο και ο Gesing ως χαρισματικοί συνθέτες και εξαιρετικοί ερμηνευτές. Οι επιλογές του Venier και οι εναρμονίσεις του είναι εντυπωσιακά πρωτότυπες ενώ ο Gesing έχει αναπτύξει μια δική του μεθοδολογία στο μπάσο κλαρινέτο στο πώς γεφυρώνει το ρυθμό και τη μελωδία συνδυάζοντας ηχοχρώματα και φράσεις με την αιθέρια φωνή της Norma Winstone.


Από το ξεκίνημα της πορείας της στην τζαζ, η Norma Winstone προτιμούσε να είναι μέρος του γκρουπ, παρά να βρίσκεται «μπροστά». Χρησιμοποιεί τη φωνή της ως μουσικό όργανο, συνυφαίνοντας τις γραμμές του αυτοσχεδιασμού με τους συνεργάτες της. Με την άλλη της ιδιότητα ως στιχουργός, γίνεται το μέσον, ο αφηγητής και για τους ίδιους τους μουσικούς μεταδίδοντας τους, την ατμόσφαιρα και το βάθος του λόγου, ο καλύτερος τρόπος για να φωτίσει κανείς όλες τις πτυχές αυτής της δημιουργικής διαδικασίας.
*
Η Norma Winstone, μια από τις πιο εξέχουσες ερμηνεύτριες της τζαζ στη Βρετανία, ήρθε στην ECM το 1977 ως μέλος του τρίο Azimuth με τον John Taylor και τον Kenny Wheeler, ηχογραφώντας πέντε άλμπουμ με το συγκεκριμένο τρίο. (Azimuth, The Touchstone, Départ, Αzimuth '85 και το How was then… Never Again… (τα πρώτα τρία από αυτά επανεκδόθηκαν ως ένα box-set το 1994). Εμφανίζεται επίσης στο Music for Large and Small Ensembles του Kenny Wheeler (1990), στο Fluid Rustle του Eberhard Weber (1979) και τον προσωπικό της δίσκο Somewhere Called Home (1986), συνοδευόμενη από τον John Taylor και τον Tony Coe.


Ο Glauco Venier ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο όργανό και τη σύνθεση στο ωδείο της Udine το 1985 και στη συνέχεια, έκανε ιδιαίτερα μαθήματα με τον Franco d'Andrea πριν κατευθυνθεί στο Berklee School of Music της Βοστώνης. Έχει το δικό του γκρουπ από το 1990 και έχει παίξει με πολλούς μουσικούς από την Ιταλία αλλά και το διεθνές μουσικό στερέωμα, ανάμεσά τους ο Enrico Rava, ο Lee Konitz, ο Kenny Wheeler, ο Joey Baron, ο Paolo Fresu και δεκάδες άλλοι.


Ο Klaus Gesing σπούδασε στο Ωδείο της Χάγης, και το κλασικό του υπόβαθρό του είναι εξίσου ισχυρό όσο η συνθετική του υπόσταση αλλά και η σχέση του με την τζαζ. Έχει ξεχωρίσει για τις εξαιρετικές του ερμηνείες στο μπάσο κλαρινέτο. Είναι μέλος του κουαρτέτου του Anouar Brahem και έχει συμμετάσχει στο άλμπουμ του Brahem The Astounding Eyes of Rita (ECM 2075).
Μια ευρωπαϊκή περιοδεία του τρίο είναι αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Anat Fort
And If
Anat Fort piano
Gary Wang double-bass
Roland Schneider drums

To And If είναι το δεύτερο άλμπουμ της Anat Fort στην ECM. Πριν από έξι χρόνια, η ισραηλινή πιανίστα είχε κάνει μια ηχογράφηση στη Νέα Υόρκη με τον Perry Robinson, τον Ed Schuller και τον Paul Motian. O Motian, ενθουσιασμένος από το μουσικό αποτέλεσμα πρότεινε την παραγωγή στον Manfred Eicher. Έγιναν οι μίξεις και ο δίσκος εκδόθηκε από την ECM υπό τον τίτλο A Long Story το 2007.Το άλμπουμ απέκτησε πολλούς φίλους και θα μπορούσε να πει κανείς πως είχε μια πολύ καλή πορεία για τα δεδομένα της τζαζ. Και ο διεθνής τύπος όμως, ανταποκρίθηκε θετικά στο άκουσμα της μουσικής της Anat Fort. O Nat Hentoff των Jazz Times έκανε λόγο για μια ολοφάνερη προσωπική φωνή και για μια μουσική που αντανακλά τόσο τις εβραϊκές της ρίζες όσο και τους ισχυρούς δεσμούς της με την τζαζ. Στην εβραϊκή Times, ο Geoffrey Himes έγραψε ότι «η Anat Fort δεν είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα συνθέτη που μπορείς να αναγνωρίσεις τις παραδόσεις της πατρίδας σου, έχει όμως αφομοιώσει αυτές τις παραδόσεις στις συνθέσεις της και στις διασκευές της και είναι μια από τις πιο υποσχόμενες πιανίστες της τζαζ».


Κατά γενική ομολογία η Αnat Fort, είναι μια συνθέτρια της τζαζ όπου μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τις επιρροές της από τις λαϊκές παραδόσεις. Μπορεί να ακούσει ένα ψήγμα τσιγγάνικης ή και ρωσικής μουσικής. Τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν είναι αυτοσκοπός. Πάνω από όλα η Fort είναι μια μουσικός που οδηγείται από το ένστικτο. «Ότι το διαφορετικό και αν υπάρχει στη μουσική μου, το βέβαιο είναι ότι δεν το σχεδίασα για να είναι έτσι» εξηγεί η ίδια.
Το And If σηματοδοτεί ένα βήμα ωρίμανσης για την Fort. To πρώτο της άλμπουμ -A Long Story-, ήταν μια σχεδιασμένη παραγωγή με προσκεκλημένους σολίστ ενώ στη παρούσα ηχογράφηση συνεργάζεται με το τρίο της, τον Gary Wang και τον Roland Schneider, που δουλεύουν μαζί εδώ και μια δεκαετία. Έχουν εκατοντάδες συναυλίες στο ενεργητικό τους και αυτή είναι η πρώτη τους ηχογράφηση.


Η Anat Fort γεννήθηκε κοντά στο Τελ Αβίβ και σπούδασε κλασικό πιάνο ως παιδί. Πολύ γρήγορα έκανε τη δική της μουσική και της άρεσε να αυτοσχεδιάζει έτσι, η έλξη της προς την τζαζ ήταν φυσική αν όχι αναπόφευκτη, παρά το γεγονός ότι οι συνθέσεις της ήταν επίσης γεμάτες από τα χρώματα και την ατμόσφαιρα της Μέσης Ανατολής.
Ο Bill Evans, ο Keith Jarrett και ένα «πολύ μεγάλο μέρος της μουσικής της ECM», ήταν οι βασικές της επιρροές στα χρόνια της εφηβείας στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 πήγε στην Αμερική για σπουδές jazz, θέλοντας να εξερευνήσει καλύτερα τη φυσική της τάση για τον αυτοσχεδιασμό σε συνδυασμό με μια πιο βαθιά κατανόηση της παράδοσης. Μελέτησε με σπουδαίους δάσκαλους της τζαζ, ανάμεσά τους οι Rufus Reid και ο Harold Mabern. Μελέτησε επίσης για ένα μικρό χρονικό διάστημα και με τον Paul Bley. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μία σημαίνουσα μορφή στην εναλλακτική τζαζ σκηνή της Νέας Υόρκης, αλλά και μια αναγνωρισμένη ερμηνεύτρια στην πατρίδα της. Αυτό το χρονικό διάστημα μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ.


Ο μπασίστας Gary Wang μεγάλωσε στη Βοστώνη και το Σαν Φρανσίσκο, ενώ εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη στα τέλη του 1990. Εκτός από μπασίστας της Anat εδώ και μια δεκαετία, έχει παίξει στα γκρουπ των T.S. Monk, Stanley Turrentine, Matt Wilson και πολλών άλλων.
Γεννημένος στη Χαϊλδεμβέργη ο ντράμερ Roland Schneider εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη το 1991 για να μελετήσει με τον Billy Hart και τον Bill Stewart, μεταξύ άλλων. Τώρα, ένας περιζήτητος μουσικός σε διεθνές επίπεδο έχει συνεργαστεί με όλο το φάσμα της σύγχρονης τζαζ, από τον Maynard Fergusson, και τον Muhal Richard Abrams μέχρι τον Kenny Wheeler.
Το νέο άλμπουμ του Anat Fort Trio ηχογραφήθηκε στο Rainbow στούντιο του Όσλο, το Φεβρουάριο του 2009. Τα θέματα, τα σόλο και οι αυτοσχεδιασμοί διαδέχονται το ένα το άλλο αναπτύσσοντας μια ευγενική τζαζ, μακριά από κάθε εγωκεντρισμό. Η Anat Fort μιλώντας για τους συνεργάτες της αναφέρει: «Η μουσικότητά τους είναι τόσο φυσική και ευαίσθητη! Ξέρουν πώς να μου δίνουν χώρο, κάτι τόσο σημαντικό για μένα…».


Η αίσθηση του χώρου είναι παρούσα και στο νέο άλμπουμ της Fort με ένα πρόγραμμα που αναδεικνύει την αυτοσχεδιαστική ισορροπία του τρίο σε συνδυασμό με τη γραφή της Fort. Κεντρική σύνθεση του δίσκου είναι το Something ’Bout Camels, μια δεκάλεπτη σύνθεση που είναι η συνέχεια της ομότιτλης που υπήρχε στο Long Story. Η εξέλιξη της μουσικής αλλά και η χημεία του τρίο είναι προφανής.


Υπάρχουν επίσης δύο παραλλαγές ενός κομματιού υπό τον τίτλο Paul Motian, αφιερωμένες στον εξαιρετικό ντράμερ.


Μια διεθνής περιοδεία είναι σε εξέλιξη, με σημείο εκκίνησης τη Βόρεια Αμερική.

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ

Jasmine
Keith Jarrett & Charlie Haden
Keith Jarrett πιάνο
Charlie Haden ακουστικό μπάσο


Ένας νέος τρυφερός δίσκος με δύο μείζονες προσωπικότητες στο παγκόσμιο στερέωμα της jazz. Το Jasmine είναι η πρώτη δισκογραφική συνεργασία του Κeith Jarrett με τον Charlie Haden μετά από τριάντα και πλέον χρόνια, που περιέχει τραγούδια αγάπης και jazz standards. Η τελευταία δισκογραφική τους συνεργασία ήταν στη ζωντανή ηχογράφηση Eyes of the Heart, το 1976, ένας ιστορικός δίσκος από τις τελευταίες στιγμές του περίφημου American Quartet (με τον Haden, τον Paul Motian και τον Dewey Redman), ένα γκρουπ που επίσης μας χάρισε τον θρυλικό δίσκο Survivors Suite.


Το Jasmine περιλαμβάνει μουσικές διαφορετικού ύφους και ατμόσφαιρας. Πολλά άλλαξαν σ’ όλα αυτά τα χρόνια και για τους δύο μουσικούς. Αυτό που παραμένει σταθερό είναι η ποιότητα της προσήλωσής τους στη μουσική. Έδιναν πάντα προσοχή στα σπουδαία τραγούδια του αμερικανικού ρεπερτορίου, τόσο ο Jarrett με το τρίο του (τον Gary Peacock και τον Jack DeJohnette), όσο και ο Charlie Haden με το γκρουπ του, το Quartet West.


Στις αρχές του 2007 o Jarrett κλήθηκε να συνεισφέρει με κάποιες αναμνήσεις, στα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ για τον Haden (υπό τον τίτλο Rambling Boy σε σκηνοθεσία του Reto Caduff). Έγιναν κάποιες συναντήσεις που αυτονόητα κατέληξαν να παίζουν και πάλι μαζί, γεγονός, που απόλαυσαν και οι δυο μουσικοί. Στη συνέχεια, τον Μάρτιο του 2007, ο Keith Jarrett κάλεσε τον Charlie Haden στο σπίτι του για τέσσερις μέρες ηχογραφήσεων.


Ο Keith Jarrett αναφέρει στο σημείωμά του που συνοδεύει το cd:«Η ηχογράφηση έγινε στο μικρό μου στούντιο. Έτσι, άμεσα και απλά. Επέλεξα να χρησιμοποιήσω το αμερικανικό Steinway πιάνο, παρότι δεν είναι και στην καλύτερη κατάσταση, έχω όμως αυτήν την παράξενη σχέση με αυτό και είναι ότι καλύτερο για κάτι απλό και εύθραυστο, όπως η μουσική που παίζαμε. Με μια καλή επιλογή τραγουδιών, ήταν αδύνατο να μην συνδεθούμε αμέσως με το υλικό. Δεν κάναμε πρόβες εξ επί τούτου αλλά ξαναπαίζαμε όπου χρειαζόταν. Για τρία σχεδόν χρόνια ζούσαμε με αυτό το ηχογραφημένο υλικό, μιλούσαμε γι’ αυτό, αμφισβητούσαμε τις επιλογές μας, αλλά ο Charlie αποδείχθηκε ο πιο σημαντικός αλλά και ευαίσθητος αρωγός για να δώσουμε την τελική μορφή σε αυτό το ηχογράφημα. Με ενδιέφερε μόνο η ουσία, το απόσταγμα από ότι είχαμε στα χέρια μας. Χρειαστήκαμε χρόνο για να αποστασιοποιηθούμε από τα φαντεζί σόλο ή τα ακραία παιξίματα (αν και περιείχαν κάποια θαυμάσια στοιχεία).


Η μουσική αυτή ήταν τελείως αυθόρμητη, χωρίς καμία προετοιμασία χάρη στην αφοσίωση μιας ολόκληρης ζωής, γι’ αυτό και δεν θα μπορούσαμε να αρκεστούμε σε οτιδήποτε «λιγότερο»: Εξαιρετικά τραγούδια αγάπης ερμηνευμένα από μουσικούς που προσπάθησαν να μεταδώσουν το μήνυμα των τραγουδιών ανέπαφο. Ελπίζω να επικοινωνήσετε κι εσείς με αυτό το μήνυμα, με τον τρόπο που το κάναμε κι εμείς».


Και ενώ ο δίσκος βαδίζει στην πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του, είναι ήδη στο Νο 1 στα Jazz charts της Γαλλίας, ενώ ο συντάκτης της Independent προτείνει ανεπιφύλακτα το δίσκο λέγοντας πως «αν πρόκειται να αγοράσετε έναν και μόνο δίσκο αυτό τον χρόνο, πρέπει να είναι αυτός».


Οι συνθέσεις που υπάρχουν στο δίσκο:
“For All We Know”, “Where Can I Go Without You” , “No Moon At All”, “One Day I’ll Fly Away”, “I’m Gonna Laugh You Right Out Of My Life”, “Body and Soul”, “Goodbye”, “Don’t Ever Leave Me”

Έκδοση: ECM / για την Ελλάδα ΜΙΚΡΗ ΑΡΚΤΟΣ


Αγοράστε το